Monday, December 2, 2013

Μια ιστορία για τις κρύες εποχές

Και οι επιθυμίες στεγνές

Το φθινόπωρο είναι εκείνη η εποχή που προετοιμάζει τα πάντα γύρω σου για τον χειμώνα. Τον χειμώνα που φοβίζει και μεθάει την Χαρά, ώσπου να την ρίξει χάμω στο λευκό το χιόνι του, να την κάνει κομμάτια και στο τέλος της μικρής του ημέρας να τη σηκώσει με τον άνεμό του.

Και εκείνη μεθυσμένη όπως είναι, με βαριά τα πόδια της να σέρνει στο έδαφος θα του μιλήσει ανοιχτά και θα του πει «Με μεθάς με τις γλυκόπικρες σου γεύσεις, με το κρύο που τρυπάει την καρδιά, μα όταν είναι να σηκωθώ ξέρω, πως αν σου το ζητήσω, το χέρι σου θα μου το δώσεις με ευλάβεια, σαν να θέλεις να συγχωρεθείς για την ίδια σου τη φύση».

Το φθινόπωρο είναι πιο ανήσυχο. Και κρύβει μέσα του έναν φόβο, τόσο βαθύ που ούτε το ίδιο δεν τον αντιλαμβάνεται. Έχει μία αίγλη, άνευρους ήχους και μία υγρή ισορροπία. Τα πουλιά θα πετάξουν χαμηλά πάνω από το κεφάλι σου, υπενθυμίζοντάς σου την βαθιά τους σύνδεση με τη Γη. Τα φύλλα θα μαλώσουν με τα κλαδιά που τα βαστάνε και θα πέσουν άγαρμπα, έτσι ξερά που είναι, στο εμποτισμένο από ξεχασμένες μυρωδιές της Άνοιξης έδαφος. Το χρώμα εκείνο το πορτοκαλί, το νευρικό, το γεμάτο ενέργεια θα προσπαθεί να ξεφύγει από το στεγνό σώμα του κάθε φύλλου και να εγκλωβιστεί στα μάτια σου, σαν ηλιαχτίδα κρυμμένη στα χέρια σου, φάρμακο για τον βαρύ χειμώνα που έρχεται.

Αυτή η κρύα υγρασία του φθινοπώρου με τρομάζει. Εκεί που ο ήλιος κρυφά μπαινοβγαίνει πίσω από τους λόφους, κάτω από τις θάλασσες, δίνοντας τη θέση του σε ένα χλωμό κίτρινο φεγγάρι που και αυτό με τη σειρά του αντικατοπτρίζει τις ανθρώπινες επιθυμίες. Όλα τρεμοπαίζουν όπως το φως στο δρόμο, αργά το βράδυ, που ξεφεύγει από τις λάμπες φθορίου.

Κάτι μέσα μας κρύβεται και αλλοιώνεται. Μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο από αυτό που είναι. Όπως κρύβεται γυρτό πίσω από το χλωμό φεγγάρι και τον θολό ουρανό της νύχτας βαριανασαίνει. Άρρωστο και νευρικό. Αλλιώτικο και αποκαρδιωτικό. Ξεκουράζεται φοβισμένο να αντικρίσει την αλλαγή που συμβαίνει γύρω του λες και δεν το έχει ξαναζήσει όλο αυτό.

Οι εποχές αλλάζουν και κουβαλούν μαζί τους βάρη και ενοχές. Κουβαλούν όνειρα και ελπίδες μα και φόβους. Όπως η πλάση καλωσορίζει τον θόρυβο του φθινοπώρου, έτσι και αυτό με τη σειρά του θα παραμερίσει ώστε η υπόκωφη φύση του χειμώνα να φέρει την πολυπόθητη σκοτεινή γαλήνη.


Saturday, November 23, 2013

Η αιώνια πάλη με τον Χρόνο


Και τι κάνεις με τον Χρόνο μου λες;
Πως τον παρατείνεις; Πως τον ξεχειλώνεις μέσα στη δίνη του;
Πως χωράς όλα αυτά που φοβάσαι μην χάσεις;
Ο Χρόνος είναι κάτι το άπιαστο.
Όχι μονάχα γιατί απλά τρέχει όσο εσύ κοιμάσαι και ερωτεύεσαι, αλλά επειδή οι ταχύτητές του αλλοιώνονται ανάλογα με τις επιθυμίες σου.
Για πόσες στιγμές ευχήθηκες να έμεναν λίγο περισσότερο τριγύρω; Λίγο ακόμη να επιτείνουν την εικονική μας ευτυχία; Λίγα δευτερόλεπτα να προλάβεις να κλειδώσεις για πάντα το συναίσθημα εκείνο της ύστατης αγαλλίασης;
Και για πόσες άλλες, άσχημες στην όψη στιγμές, ευχήθηκες να έφευγαν και να μην ξαναγυρνούσαν; Μα τότε είναι που ο Χρόνος, ύπουλος όπως είναι, σταματά τα πάντα. Να σε αναγκάσει να γευτείς το βρώμικο, το άχαρο, το περίεργο. Μέχρι να το φτύσεις μπροστά στα πόδια σου, να το κοιτάξεις και να του γυρίσεις την πλάτη.
Το όμορφο και το ήσυχο θα στο πάρει με την πρώτη ευκαιρία. Με την αγριότητα της ίδιας του της φύσης θα στο αρπάξει. Άγαρμπα όπως ξέρει καλά.
Και εσύ πρέπει να σκεφτείς πώς να το κρατήσεις γερά μέσα στα δυο σου χέρια, να μην σου ξεγλιστρήσει και χαθεί για πάντα, να μην στο κλέψει κανείς.
Μία φωτογραφία, ένα χαμόγελο, μία μυρωδιά, ένα σημείο, ένα χαρτί, μία λέξη.

Όλα για να σου θυμίζουν το υπέροχο εκείνο άχρονο σημείο που εσύ μόνος σου κατάφερες να συγκρατήσεις, έστω και λίγα σπασμένα κομμάτια του, σταματώντας όλα τα ρολόγια του Κόσμου.

Friday, November 1, 2013

Ο απών


Όλα ένα όλον και εγώ απών.
Τι και αν όλα αλλάζουν, τι και αν όλα επιστρέφουν.
Λόγια και αγάπες δεν αντέχουν τη λάμψη του τώρα.
Ο χρόνος στέκεται αυστηρός κριτής.
Μα εγώ χωμένος στα άπειρο βοηθώ τις μέρες να σταματούν λίγο ακόμη.
Και το τέλος της απόγνωσης ξεκινά να περιστρέφεται,
γύρω από τις γωνιές της Γης.

Φως αχνό πέφτει στο σώμα όπου κατοικώ,
σε αυτό που ίσως αποδειχθεί η σωτήρια
ή η καταστροφή μου.
Το σώμα αυτό αδύναμο μέσα σε ένα μυαλό
που της αγάπης τα φτερά αγκαλιάζει.
Κανείς δεν ξέρει όμως αν θα ζήσει μία ημέρα για να δει
την επιβράβευση να θριαμβεύει επάνω στον Πόνο

Tuesday, October 15, 2013

Ενσυνείδηση


Και έχανε την αξία της μέρα με τη μέρα εκείνη η άσχημη σκοτεινή πνοή. Σε επισκεπτόταν κάθε μέρα. Άγρια, απότομη και βρώμικη, είχε όλα εκείνα τα στοιχεία της ζωής σου που μισείς και που αδυνατείς να απεγκλωβιστείς. Στα έφερνε κάθε μέρα. Τα τίναζε μπροστά σου σαν παλιές ξεφτισμένες φωτογραφίες, που κολλούσαν στο δέρμα σου και ξεπρόβαλλαν όλα τα συναισθήματα της συνείδησης. Βρωμιά, βρωμιά παντού βρωμιά. Στον αέρα, στο νερό, στην γαλήνια πραγματικότητα. Στα έφερνε μπροστά σου και γυρόφερνε μήπως και εκλάβει την επιθυμητή αντίδραση. Εσύ όμως αδιαφορούσες. Γυρνώντας το κεφάλι πεισματικά αδιαφορούσες για όλα όσα σου υπενθύμιζε. Συνέχεια επί χρόνια ήταν εκεί. Αέναη δύναμη ικανή να σε παρασύρει σε αβύσσους αιώνων.

Και έχανε την αξία της μέρα με τη μέρα. Άσχημη και κιτρινωπή η πνοή της δυστυχίας έφευγε μέρα με τη μέρα. Οι επισκέψεις της λιγόστευαν μέχρι που χάθηκε. Κανένα σημάδι της πουθενά. Μονάχα μία αχνή άοσμη μορφή κυκλοφορεί κάπου κάπου, εκεί επίμονα μήπως και ξαναβρεί την τροφή της και μεγαλώσει.

Μα πως έγινε αυτό; Πως συνέβη και εξαφανίστηκε; Εσύ ξέρεις και φοβάσαι. Φοβάσαι μήπως η νέα αυτή σου δύναμη εξασθενίσει στους ανέμους των καιρών. Όμως αρνείσαι. Κάθε αρνητική και άγονη σκέψη. Κάθε εικόνα απόγνωσης και απουσίας. Αρνείσαι. Ώσπου να αντιληφθείς πως μέχρι τώρα εσύ είσαι η κυρίαρχη δύναμη στη ζωή σου και όχι μία κιτρινισμένη άχαρη πνοή. Όλα όσα μπορείς να καταφέρεις, όλα όσα είσαι ικανός να υπερνικήσεις είναι μέσα σου. Σιγοβράζουν σε καθάρια νερά περιμένοντας την σωστή στιγμή να εκφραστούν και να γεμίσουν φως κάθε ισχνή γωνιά της ύπαρξής σου.

Εσύ και όλα όσα ένιωσες ποτέ μεταμορφώνονται σε νέα καλούπια ενός νέου εαυτού. Μίας νέας ζωής και εσωτερικότητας. Ο σκοπός, το ταξίδι, η διαδρομή, ο προορισμός. Όλα ενσωματώνονται σε ένα νέο συναίσθημα, απροκάλυπτο και αληθινό, την ελευθερία. Ελευθερία από όλα όσα σε κρατούσαν δέσμιο σε ψεύτικες επιθυμίες και διαταγές. Όλα όσα σε κρατούσαν φυλακισμένο σε ένα σύμπαν δικών σου παθιασμένων πεποιθήσεων και προκαταλήψεων. Όμως όχι πια. Τερματίζεις κάθε τι που ενδυναμώνει τον εγωισμό σου και εσωτερικεύεις τον απύθμενο θυμό σου σε δημιουργία, σε αυτοκάθαρση. Διαδικασία επώδυνη μα και απελευθερωτική.

Έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου το γνωρίζεις. Γνωρίζεις ακόμη πως ο χρόνος και η υπομονή είναι τα καλύτερα εφόδια στο δρόμο προς την αυτοσυνείδηση. Η δημιουργία και η διαδικασία της μεταμόρφωσης μεταλλάσσονται μέσα σου. Κατέρρευσαν, διαλύθηκαν με μοναδικό σκοπό να ξαναδημιουργηθούν και πάλι, αυτή τη φορά με βαθύτερα θεμέλια. 

Tuesday, October 8, 2013

Μελάνια, λέξεις και γραμμές


Χαμένη σε λέξεις και σειρές. Γραμμές αλόγιστα κατανεμημένες επάνω στο λευκό χαρτί. Και εκείνο το έντονο το μαύρο χρώμα στις γραμμές, πόσο όμορφο και τολμηρό; Σαν όλες οι σελίδες μαζί να το εφτιάξαν. Γράμματα και λέξεις ξένες και γνωστές γυρίζουν συνεχώς στο κεφάλι μου. Τόσα πράγματα πώς να τα χωρέσει ο νους. Τόσες σκέψεις και γραμμές σε πόσα τετράδια να χωρέσουν;

Τα δάχτυλα αγκαλιάζουν σφιχτά τα μολύβια, οι λέξεις βγαίνουν τρέχοντας από τις μύτες τους, σαν να μην τους κρατά τίποτε πια, σαν να θέλουν να ξεφύγουν, να απεγκλωβιστούν, να απελευθερωθούν.

Είναι αλήθεια πως όσες λέξεις αφήνεις να καίγονται μέσα σου στο τέλος θα ανάψουν τέτοια φλόγα που ούτε εσύ ούτε και εγώ θα μπορέσουμε ποτέ να σβήσουμε.

Η ανάγκη τους να εξωτερικευθούν καταστρέφει την έμπνευση όταν κανείς δεν τους ακούει.

Μέσα βαθιά στα τετράδια που κρατώ σφιχτά, αυτά της ψυχής, τίποτα δεν γράφεται με στεγνό μελάνι. Χρειάζονται υγρό, φρέσκο και λαμπερό μελάνι για να αποτυπώσουν ακτίνες χαράς και λύπης.

Τα μελάνια και τα τετράδια μας πρέπει μέσα μας να τα κρατάμε και να τα δείχνουμε μόνο σε εκείνους που θέλουν πραγματικά να τα διαβάσουν και να γράψουν μαζί τους.

Ο φίλος είναι ο καλύτερος συγγραφέας για να γράψει, να διορθώσει, ακόμη και να δημιουργήσει εξαρχής τις ιστορίες που εσύ τσαλάκωσες, όταν όλες οι σελίδες σου κάηκαν μαζί με τα μολύβια σου, όταν όλα τα εργαλεία σου καταστράφηκαν, όχι από τη φλόγα της έμπνευσης , αλλά από την μανία της ερήμωσης.

Και να θυμάσαι ο καλύτερος συγγραφέας στη ζωή είναι αυτός που θα κρατήσει τα καλύτερα κείμενά του για τον ίδιο και αυτούς που αξίζουν να τα διαβάσουν. Κανείς άλλος. 

Tuesday, September 24, 2013

Στο γενικά


Έψαχνε. Έψαχνε κάποιο παράλογα εξοντωτικό τρόπο να πιαστεί από το ψέμα που ανέπνεε με μανία. Το αίμα του το ζητούσε σαν ηρωίνη. Άλλη μια σταγόνα από τη γλυκειά, αναιπαίσθητη μαγεία του παραμυθιού που ένας περίπλοκος – όσο άλλος κανείς – εγκέφαλος είχε κεντήσει για αυτόν. Μάλλον αυτό θα ήταν όλο κι όλο, σκέφτηκε. Αλλά δε μπορούσε να είναι έτσι και το ήξερε. Δεν τον ένοιαζε να δει την αλήθεια στα μάτια, αλλά μόνο να περάσει άλλο ένα αναίμακτο βράδυ μέσα στο ζεστό γνώριμο ψέμα.

Δεν είχε γεννηθεί για αυτό. Πολύ νωρίς, κατανόησε όλες τις πονηρές πτυχές μιας επιτηδευμένης αδιαφορίας και είχε καταστρώσει ένα καλοφτιαγμένο σχέδιο για την εφαρμογή της. Με το σταγονόμετρο κατάφερε να μπει στο πετσί του ρόλου μόλις για δύο χρόνια. Εκείνο το βράδυ κατάλαβε πως η εποχή που προσπαθούσε να εξηγήσει τον εαυτό του στους άλλους, είχε χαθεί για πάντα. Όλα ήταν απλά. Ήξερε – ξαφνικά – τι ήθελε και με ποιο τρόπο το ήθελε. Δεν του φαινόταν πολύπλοκο να ανοίξει τα διπλά παράθυρα της καρδιάς του μπροστά στον τελευταίο ξένο της γης. Ξεχείλιζε από αυτογνωσία. Τα πιο πολύχρωμα και ενοχλητικά σαν τον καλοκαιρινό ήλιο συναισθήματα, φώλιαζαν τώρα μέσα σε ένα πικρό χαμόγελο. Δεν ήθελε πια να αλλάξει τον κόσμο, γιατί είχε μόλις αλλάξει το δικό του! Αναίμακτα, ήσυχα και παρανοϊκά, σαν τη ζάλη που μόλις του είχαν χαρίσει.

* Κείμενο: Εύη Διακουμή

Friday, September 20, 2013

Ο Δρόμος


Ξέχασα τα λόγια που είχα γράψει στο χαρτί εκείνο και ο ήλιος πέφτει πια πιο σκοτεινός.
Έκλεψα αναμνήσεις χρόνων, ξεθωριασμένες εικόνες, στιγμές άλλων.
Οι άνθρωποι αλλάζουν όταν γερνούν, και εγώ το βλέπω γιαγιά.
Μην ακούς που έφυγα, είμαι ακόμη εδώ, κρυμμένη και εγώ σε μία παλιά φωτογραφία, προσπαθώντας να μετρήσω τα βήματά μου κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.
Τι και αν ο ήλιος κρύβεται κάποιες στιγμές, τι και αν θαμπώνουν τα τζάμια της ζωής. Το κρύο αναζωογονεί, αναδημιουργεί, επαναπροσδιορίζει.
Κάτω από τη σκιά του δέντρου θα μαζεύω ηλιαχτίδες δυνατές, ικανές να με κρατήσουν λαμπερή όλο το χειμώνα.



Και δε θα δακρύσω για όλα όσα έχασα γιατί γεμίζω ζωή με αυτά που αναπνέω, γεμίζω αλήθεια με όλα όσα έχω φυλακίσει σε εικόνες.
Τα χιλιόμετρα τρέχουν, ο δρόμος γίνεται στενός μα και ανοίγει όταν κοιτώ ψηλά.
Ο καθρέφτης έχει σπάσει και τη θέση του έχει πάρει ένα καρτέρι με λουλούδια που μιλούν για την ομορφιά του Εγώ. Και χαμογελώ μαζί τους γιατί όλα διαλύονται και ξαναδημιουργούνται από τις στάχτες του παρελθόντος.
Και όταν ανοίξει ο ουρανός γιαγιά θα είμαι πάλι εκεί να μιλάμε για όλα όσα έγιναν και να κοιτάμε παλιές φωτογραφίες, σαν εκείνες που ξέφυγαν από τη λήθη και αποτυπώθηκαν στα νυχτερινά μας όνειρα.
Οι ματιές προς τα πίσω λοξοκοιτούν το παρόν και γελούν με το μέλλον και εμείς θα περπατούμε τον ίδιο δρόμο παρέα σε άλλον ουρανό.

Και καθώς όλα ψιθυρίζουν στο εγώ μας, εμείς τεντωνόμαστε κάτω από το δικό μας δέντρο, στη δική μας σκιά, παίρνοντας τον δικό μας μοναδικό δρόμο με το καντράν των χιλιομέτρων να μετρά ατελείωτες στιγμές ζωής

Monday, July 15, 2013

Αντανακλάσεις

Η αντανάκλαση του Τώρα
Η αντανάκλαση στο τζάμι είναι ισχνή και άσχημη, είναι  αόρατη.
Είναι η στιγμή εκείνη της συνειδητοποίησης, της άχαρης απελευθέρωσης από το Τώρα.
Είναι ίσως και η ουσία του παρόντος.
Κάθε κινούμενη εικόνα είναι μέρος του μυαλού σου.
Είναι κομμάτι της καθημερινότητας που γρήγορα γίνεται βωβή.
Και όμως το χρώμα και η λάμψη δεν ισούται με όσα υποσχέθηκε η Άνοιξη.
Όλα χλωμά και γκρίζα, μέσα από μία καλογυαλισμένη κίτρινη κουρτίνα.
Και οι ήχοι από το πικάπ γρατζουνούν τη Σιωπή.
Αντανακλούν με τρόμο την ξεχασμένη νιότη.
Όπως οι τοίχοι όταν κλαις, όπως τα πατώματα όταν γιορτάζεις την απουσία.
Πως όμως να συνεχίσεις να τρέχεις γυμνός;
Πώς να νικήσεις την καθαρή συνείδηση;
Δεν μπορείς πια να περπατάς σε στεγνές επιθυμίες.
Και οι αναμνήσεις καίνε το παρόν σου.
Μήπως ήρθε η ώρα να κοιτάξεις τις αντανακλάσεις του Τώρα;
Ίσως τότε να μην χρειάζεται να γιορτάζεις το ψέμα και την ασχήμια.
Ίσως τότε μάθεις να αναγνωρίζεις την Αλήθεια μέσα από την φθορά του Χρόνου και του Έρωτα.

Τότε θα σου πω μετά από χρόνια, «καλωσόρισες».

Tuesday, June 18, 2013

Σιωπηλή Ποίηση


Σκιές αγίων στο ταβάνι.
Σκιά δική μου στον καθρέφτη.
Ημέρα ιερή, ημέρα ανούσια.

Πέρα η μοναξιά με κοιτά σιωπηλή
τι να μου πει άλλωστε;
Εδώ η Ποίηση μου εξομολογείται
και η Αλήθεια του Χρόνου τραγουδά κρυφά
ανέκδοτα ποιήματα γενεών.

Λόγια καρφωμένα στους τέσσερις τοίχους.
Ήχοι σταματημένοι στης Γης την οροφή.
Μορφές ανόμοιες κοιτάζονται στο σκοτάδι
και το εγώ δυνατό και μόνο του μιλά,
για της Ποίησης τ’ ανομολόγητα πάθη.

Wednesday, May 22, 2013

Σιωπή


Η εκκωφαντική σιωπή σπάει τα φράγματα της νόησης. Όπως και η συννεφιά. Έτσι όμορφη και μόνη που είναι επιτρέπει σε αυτούς που την κοιτούν να νιώσουν λίγη από τη μελαγχολία της. Γιατί και αυτοί που την κοιτούν θλίβονται μέσα στα θρύψαλα της ύπαρξής τους. Μόνοι, όπως είμαστε όλοι στην όψη του Θανάτου.

Όταν περπατώ επάνω στα σύννεφα, νιώθω στις άκρες των ποδιών μου έναν ελαφρύ πόνο. Είναι όμορφος πόνος και δεν προκαλεί δυσφορία. Προκαλεί ένα μούδιασμα στο μυαλό μου, σαν εκείνο όταν ονειρεύεσαι ξυπνητός.

Γιατί η Σιωπή σου αποκαλύπτει την Αλήθεια

Μέσα στη σιωπή των όλων, αλλά και τη δική μου, αντιλαμβάνομαι τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή. Δίχως μουσικές, δίχως θορύβους, μονάχα σιωπή. Τόσο δυνατή που είναι ικανή να σπάσει το φράγμα της ηρεμίας. Μαζί με τον πόνο δημιουργούν τεράστια κενά, που όμως ενώνονται για να φτιάξουν ένα ατέρμονο συλλογικό πάζλ αυτογνωσίας.

Ίσως είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό, μα σκέψου πόσο πιο κατανοητή είναι η ζωή όταν υπάρχει ησυχία. Όλα ξαφνικά βρίσκουν το νόημά τους. Όταν κανείς δε μιλά και μονάχα στέκεται και κοιτά. Μόνος ή μαζί με άλλους, γιατί και η σιωπή μοιράζεται.

Σπασμένη σε χίλια κομμάτια είναι ικανή να  λυγίσει και «σίδερα». Όμως η σιωπή τρομάζει μονάχα τους βιαστικούς. Μία στιγμή, ένα λεπτό, σταμάτα να τρέχεις και άκου λίγο τη σιωπή. Γιατί αυτά που θα σου πει θα τα κρατήσεις μία ζωή φυλαγμένα από τους άγρυπνους ρυθμούς της ζωής. Και θα έρθει και εκείνη η στιγμή που θα αναπολήσεις εκείνες τις στιγμές του τίποτα. Τις στιγμές της αληθινής Σιωπής.

Όμως να ξέρεις πως η σιωπή λέει πάντοτε την αλήθεια. Δεν κρύβεται πίσω από δικαιολογίες, πίσω από τραγούδια. Είναι απότομη και ειλικρινής. Σαν τον καθρέφτη που κοιτάς τα βραδιά.

Για αυτό να είσαι έτοιμος να δεχθείς την όποια Σιωπή, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς φόβο. Δέξου την με την καρδιά σου. Όπως θα δεχόσουν την φασαρία στο μυαλό σου, έτσι δέξου και τη σιωπή στο συνειδητό σου. Γιατί όλα έχουν νόημα όταν είναι σιωπηλά και πονάνε.  


Tuesday, April 16, 2013

Ενσυναίσθηση


Η μοναξιά είναι αυτή.
Είναι εκείνη, σκοτεινή στο δωμάτιο.
Αίσθηση κίβδηλη με αληθινό πόνο.

Και καθώς περνάνε οι ενοχές έξω από το παράθυρο, η απουσία του γέλιου κάνει τη ζωή να ξεχνά το λόγο της ύπαρξής μας.

Σταγόνες λύπης
κρέμονται από τις κουρτίνες.
Και εσύ ξέχασες τα γυαλιά σου στο τραπέζι. Έχουν σπάσει από τη Σιωπή.

Γεύσεις μανίας και λίγη σκόνη από το ψέμα σου στον καφέ μου να ξεχάσω.
Εκείνα τα ηλιόλουστα απογεύματα στις οροφές.
Μήπως και θυμηθώ τι μυρωδιά έχει η Ζωή.

Thursday, April 4, 2013

Μία φωτογραφία και ένα τσιγάρο.



Μία φωτογραφία και ένα τσιγάρο. Τι και αν έκοψα το κάπνισμα, οι καπνοί μου κυκλοφορούν ελεύθεροι και μόνοι. Μόνοι σε ένα θαμπό μα φωτεινό δωμάτιο, να γεμίζουν τη σκιά μου που πέφτει άχαρη στο έδαφος.

Μία φωτογραφία και ένα τσιγάρο. Τα ζήτησα, μα κανείς δεν μπορούσε να μου τα δώσει. Ήταν οι λέξεις ή τα χρόνια, ποτέ δεν κατάλαβα. Και η χοή του ανέμου στα αυτιά μου ψιθύριζε σκέψεις.

Διαφορετικές εικόνες μου έρχονται στο μυαλό όταν αναπολώ ανάσες. Διαφορετικές άστρωτες εικόνες. Είναι το εγώ μου που αλλάζει; Ή είναι η ανάσα σου που νιώθω πιο ζεστή;

Εκείνη τη φωτογραφία με το τσιγάρο δε μου την έδωσε κανείς. Την πήρα μόνη μου από τα χέρια της σιγής. Τραγουδούσε και αυτή μελωδίες του μέλλοντος. Ήταν όμορφη και θλιβερή, όπως όλες οι γυναίκες.

Την πήρα στα χέρια μου τη φωτογραφία, καθώς κάπνιζα εκείνο το βαρύ τσιγάρο. Οι καπνοί θόλωναν τα παράθυρα και δεν μπορούσα να κοιτάξω έξω την Άνοιξη.

Έσβησα από τον ύπνο μου εικόνες σκουριασμένες, μάζεψα τις κουρτίνες στο δωμάτιο και άνοιξα εκείνο το πεισματάρικο παράθυρο.

Τις έβαλα στη σειρά και τις κρέμασα μία προς μία, έτσι άχαρες πως ήταν. Με το παράθυρο ανοιγμένο, ακόμη και η ζωή χαμογέλασε.

Οι καπνοί έβγαιναν έξω διστακτικά και ο αέρας της ζωής μου καθάριζε, μαζί με το μυαλό εκείνο που αποκοιμήθηκε. Η φωτογραφία που κρατούσα ήταν κενή.

Στο ξέσπασμα της Φύσης έξω ούρλιαζα, χωρίς να μπορώ να βγω από το δωμάτιο. Το γρασίδι υγρό, το μύριζα. Τα λουλούδια ανθισμένα περίμεναν. Οι στάχτες δίπλα μου από το τσιγάρο ανάσαιναν.
Και η σκιά μου εκεί καρφωμένη στο έδαφος, ακίνητη, αέναη. Ανίκανη να κουνηθεί.

Ο άνεμος θυμήθηκε την παρουσία μου. Η ορμή του με τρόμαξε, όπως η Ποίηση τρομάζει από την Αλήθεια.

Τότε ήταν που έγειρα μπροστά από το παράθυρο, μη μπορώντας να αντισταθώ, και ας έκανε κρύο.
Στη φωτογραφία που κρατούσα, έβλεπα σχέδια να χρωματίζουν το χαρτί. Σαν ο καπνός που βγήκε από το δωμάτιο να κλειδώθηκε όλος μέσα σε αυτή. Σαν οι στάχτες να μεταμορφώθηκαν σε σχέδια Αρχής.

«Ήρθε η Άνοιξη» άκουσα και αποκοιμήθηκα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, κρατώντας ακόμη εκείνη τη φωτογραφία. 

Ένα αλλιώτικο Πάσχα.



Η ζωή ενός ταξιδιώτη χαρακτηρίζεται από πολλαπλές καθημερινές εκπλήξεις και συνεχή έκθεση σε νέους και ενδιαφέροντες πολιτισμούς. Όταν έχεις ζήσει σε πολλά μέρη στον κόσμο, η έκθεση αυτή γίνεται χωρίς σκέψη, και η απορρόφηση των εκάστοτε πολιτισμικών ερεθισμάτων, αυτόματα. Έχεις δημιουργήσει έναν ειδικό μηχανισμό που όταν συμβαίνει κάτι γύρω σου, αντί να το κοιτάξεις καχύποπτα, το αγκαλιάζεις με απέραντη χαρά, και ας μη σου αρέσει πραγματικά.

Η ζωή μας σαν Έλληνες είναι γαλουχημένη με την ορθόδοξη θρησκεία, ανεξαρτήτως εάν πιστεύουμε η όχι πραγματικά ή όπως θα ήθελαν οι γιαγιάδες μας. Η θρησκεία είναι τόσο εμποτισμένη στην καθημερινότητά μας, που δεν μπορούμε παρά να την ακολουθήσουμε. Οι αργίες, τα έθιμα, τα ήθη που προέρχονται από τους προγόνους μας, έχουν συντηρηθεί με επιτυχία, αποτυγχάνοντας βέβαια, ορισμένες φορές να συμβαδίσουν με τα γρήγορα βήματα της κοινωνίας. Όλα αυτά συνάδουν στο να θεωρούμαστε κατά βάση ‘θρησκευτικός’ λαός και εξαιρετικά δεμένος με τη θρησκεία, όσο και αν αυτό δε μας αρέσει. 

Πριν δύο χρόνια έζησα ένα διαφορετικό Πάσχα μακριά από την οικογένεια, στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο Φανάρι. Σε μία σεμνή και ταπεινή τελετή μαζί μου βρισκόταν ένας Τούρκος και ένας Ολλανδός, οι οποίοι εκ των πραγμάτων δεν ένιωσαν το ίδιο δέος με το δικό μου, όχι θρησκευτικό, αλλά πνευματικό. Ήταν περισσότερο μία τουριστική ατραξιόν η Εκκλησία, παρά ναός προσευχής για αυτούς. Έτσι ήταν όμως και για μένα. Χωρίς να έχω κάποιον να μοιραστώ τα συναισθήματα μου, κάποιον που να με καταλάβει, έχασα την ουσία, χωρίς να μπορέσω έπειτα από αυτό να την ξαναβρώ.

Τα χρόνια πέρασαν και πολλά άλλαξαν. Αντιλήφθηκα μέσω δικής μου ενδοσκόπησης και εξωτερικών ερεθισμάτων, πως η θρησκεία και - δη η ορθόδοξη - βασίζεται σε σαθρά θεμέλια και χαρακτηρίζεται από μία υποκρισία (το λιγότερο) εκ μέρους της πάμπλουτης και καθόλου ταπεινής μας Εκκλησίας. Κάπου εκεί σταμάτησα να ‘πιστεύω’ σε αυτή, δίνοντας βάση στον εαυτό μου και όπως εγώ θα ήθελα να πιστεύω είτε στο Χριστό είτε στο Βούδα. Και κατάφερα να χτίσω μία σχέση ολότελα δική μου, στη δύναμη που θεωρώ εγώ πως με βοηθά καλύτερα στο να αντιμετωπίζω και να ξεπερνώ τις όποιες δυσκολίες στη ζωή μου.

Κάπως έτσι ανέπτυξα μία πιο ισχυρή πίστη και αγάπη προς εμένα και τις πράξεις μου, μα κυρίως έγινα πιο δυνατή απέναντι σε εξωτερικού κινδύνους. Οι θεωρίες που αναπτύσσει ο καθένας μας για τη θρησκεία είναι μοναδικές και κάθε άτομο ερμηνεύει διαφορετικά τα όποια ερεθίσματα εκλαμβάνει, τόσο στα παιδικά και τα εφηβικά, αλλά κυρίως στα ενήλικα χρόνια της ζωής του. Έτσι και εγώ έμαθα να δέχομαι τους άλλους όπως είναι, όπου και αν πιστεύουν, χωρίς να αλλοιώνω τη δική μου ‘θρησκευτική’ ταυτότητα.

Για αυτό το λόγο θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να γνωρίσω νέες μορφές θρησκείας, όχι γιατί ‘ψάχνομαι’, αλλά γιατί η περιέργεια του ταξιδιώτη να γνωρίζει όλα τα ήθη και τα έθιμα της χώρας που διαμένει, είναι πολύ δυνατή μέσα μου. Έτσι λοιπόν κίνησα για ένα αλλιώτικο Πάσχα, ένα ‘ολλανδικό’ Πάσχα, σίγουρα διαφορετικό από την δική μας κυριακάτικη κραιπάλη (ας μη θυμηθώ το περσινό θεέ μου). Ακολούθησα λοιπόν την δεύτερη ‘μανούλα’ μου στην Εκκλησία για να δω και εγώ τι κάνουν κάποιοι από τους Ολλανδούς την Κυριακή του Πάσχα.

Αυτό που εξέλαβα ως εμπειρία ήταν πολύ δυνατό. Μου πήρε χρόνο να καταλάβω που ακριβώς βρισκόμουν, διότι οι ‘τελετές’ τους γίνονται σε απλά κτίρια, αφού θεωρούν πως δεν έχει σημασία που βρίσκεσαι αν πιστεύεις στο Θεό. Η διαδικασία απλή: πολλά τραπέζια με πρωινό, όπου όλοι βοηθούν στο σερβίρισμα, εισαγωγή, προσευχή και συζήτηση. Έπειτα καθίσαμε έχοντας ως θέα μία σκηνή, όπου ό, τι εκτυλίχθηκε έπειτα αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν άσχημο ή φαντασμαγορικό. Ήταν απλά διαφορετικό.

Βρισκόμουν σε μία εκκλησία Βαπτιστών, μία αυστηρή μορφή του Χριστιανισμού. Οι Βαπτιστές θεωρούν πως εάν δεν πιστεύεις στο Χριστό θα καείς στην κόλαση μαζί με τους υπόλοιπους αμαρτωλούς. Είναι αυστηροί και διδάσκουν τη θρησκεία με τρόπο επιβολής. Οι οικογένειες που συμμετέχουν είναι όλες με αυστηρή πατριαρχική δομή και η πίστη είναι το βασικό στοιχείο της ύπαρξής τους. Βοηθούν ο ένας τον άλλον και πιστεύουν στην αυτονομία του ποιμνίου τους.

Παρόλες τις διάχυτες σκέψεις μου, η διαδικασία με την οποία γιορτάζουν το Πάσχα, αλλά και κάθε Κυριακή, είναι μοναδική και ιδιαίτερα διασκεδαστική. Ζωντανή μουσική, λόγια και προσευχές τραγουδώντας και χορεύοντας, όλα ελεγμένα από τον ‘αρχηγό’ του ποιμνίου, τον επικεφαλή παπά. Άνθρωποι φιλικοί, εξυπηρετικοί, ανοιχτοί στους νέους επισκέπτες, μα τόσο κλειστοί σε θέματα της κοινωνίας (ομοφυλοφιλία, παιδί εκτός γάμου, ελευθερία της επιλογής). Ζουν και αναπνέουν μέσω της Βίβλου και των κανόνων που χιλιάδες χρόνια πριν, άνθρωποι μιας διαφορετικής εποχής, έχουν θέσει για αυτούς σήμερα.

Για τους ίδιους ο Καθολικισμός είναι πολύ «ριζοσπαστικός» και ο Χριστός, ο απόλυτος κύριος της ύπαρξής τους. Η αλήθεια είναι πως βλέποντας τους πόσο το ευχαριστιούνται και πόση πραγματική δύναμη εισπράττουν από αυτό, εγώ δε μπορώ παρά να τους δεχτώ και – γιατί όχι – να τους θαυμάσω για αυτό που προβάλλουν. Παρόλο το συντηρητισμό που τους χαρακτηρίζει και όσο και αν διαφωνώ κάθετα με όσα πρεσβεύουν, δεν μπορώ παρά να δεχθώ τη δύναμη της θρησκείας τους. Γιατί το διαφορετικό δεν είναι πάντα κακό.

Friday, March 22, 2013

Όταν.



When the door opens,
do not hesitate.
Because the love you will get,
has no human limits.
And the minutes will pass,
along with the days.
With miles of years to look ahead.

Do not scream upon the sight of Death.
Because he will show you
the truthful life.

Walk along and remember,
that Love beats all the odds,
we ever dreamed on failing. 

*21.3.2013 Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Tuesday, March 19, 2013

Την ημέρα που περπάτησα προς τα πίσω.


Την ημέρα εκείνη που περπάτησα προς τα πίσω είχα παρέα την αγάπη. Εκείνη μου δίδαξε όλα όσα έχω μάθει μέχρι σήμερα και όλα όσα αρνούμαι τόσα χρόνια να αποδεχθώ. Δύσκολη και άγονη αγάπη, μα αληθινή και περήφανη συνάμα. Εκείνη την ημέρα λοιπόν, όλα σταμάτησαν στο θυμικό μου.

Θυμήθηκα μυρωδιές και ονόματα. Αριθμούς και λόγια. Ξεχασμένες ακουστικές λιποθυμίες. Ανθρώπους που δε ζήτησαν ποτέ αντάλλαγμα για τη φιλία που μου έδωσαν, χρωματιστές αληθινές αναμνήσεις παιδικότητας.

Περπάτησα ανάποδα. Ξεκίνησα από τα λάθος για να φτάσω στα σωστά. Και η αγάπη μόνιμος παρατηρητής της νοσταλγικής μου καρδιάς. Του ατελείωτου μου ύπνου στα γνώριμα λημέρια.

Ο ιδρώτας της μελαγχολίας και το κλάμα της ευτυχίας με ξυπνούν τα βράδια, ξέρεις. Με άγγιξε η ρημάδα η επιστροφή. Και ξεκίνησα να κάνω τα μπροστινά βήματα προς τα πίσω, λες και τίποτε δεν άλλαξε για μένα.

Οι καθρέφτες σπάσανε, δε μπορώ να με αντικρύσω πια για να με κατανοήσω. Ίσως οι αντανακλάσεις του παρελθόντος να μου δώσουν το σπρώξιμο που χρειάζομαι. Μα οι βροχές τα καλοκαίρια είναι πάντα πιο όμορφες, όπως και οι λέξεις που μοιράστηκα με ανθρώπους αληθινούς.

Το ψεύτικο έχει πάψει να υπάρχει για μένα. Το τίναξα από πάνω μου όταν ξεκίνησα να περπατώ ανάποδα. Και μέσα στο θόρυβο των βημάτων μου δεν ακούω τίποτε, μονάχα το νανούρισμα της μάνας από τα παλιά, το δάκρυ της αδερφικής ψυχής και τα χαμόγελα του αποχαιρετισμού.

Η αλήθεια δεν πονά αν την καλοδεχθείς. Το ψέμα δεν σε ακουμπά αν χαίρεσαι με την αλήθεια και οι άνθρωποι δεν παύουν να σε αγαπούν όταν τους αγαπάς διπλά και δεν τους ξεχνάς.

Οι λύπες δεν έχουν θέση στις ζωές που είναι γεμισμένες με γέλια και φιλικές μοναξιές. Ακόμη και όταν περπατάς σκυμμένος, πάντα ένα φιλικό χαμόγελο θα σου δείχνει το σωστό δρόμο. Και ας είναι προς τα πίσω.

Για τους ανθρώπους αυτού, που έχουν ιδιαίτερη θέση στη ζωή μου. Ξέρουν αυτοί. 

Wednesday, January 23, 2013

Αδύναμος Κρίκος



Δύσκολα το μελάνι κυλά στο χαρτί, δύσκολα και οι λέξεις περιγράφουν συναισθήματα. Όλα αυτά που είδα και δεν έχω νιώσει, όλα αυτά που έχω νιώσει και δεν είδα.

Εμμονή ανείπωτη κυλά στο υποσυνείδητο. Όνειρα και πεθαμένοι. Θάνατος φίλος παλιός.
Λόγια χτυπούν τοίχους και χάνονται στον αέρα. Σχέδια εξανεμίζονται.

Τα όνειρα τα παλιά έχουν ξεφτίσει στο βωμό του Χρόνου. Τα όνειρα τα καινούργια είναι αδύναμα χωρίς φτερά και Υπομονή. Χάνονται στο βωμό της ευαρέσκειας.

Να ακολουθείς τα όνειρα που κάποιος άλλος διάλεξε για σένα. Αυτό είναι η κόλαση. Και το χειρότερο να μην μπορείς να ξεφύγεις από αυτά.

Μορφές ανόμοιες, δυνάμεις ξεχασμένες. Κίνητρα και αφορμές αφορισμένες. Πως είναι κάποιος να αρνείται τον εαυτό του;

Ζωές ακίνητες, βουβές. Λάθη και γνώμες αλλοτριωμένες. Και ο Χρόνος να υπενθυμίζει αδυσώπητα στιγμές χαμένες.

Η Ζωή κάποιοι λένε είναι Τύχη. Τότε με τόλμη παραδέχομαι πως δεν την είδα την Τύχη στη Ζωή, όχι στη δική μου.

Ίσως και αυτό να είναι σημάδι ειλικρινές, για τις ζωές κάποιων αθώων να θυσιάζονται τα όνειρα των ενόχων. Και η Τύχη χτυπά την πόρτα αυτών που έχουν ήσυχο μυαλό, να μπορούν να την αντέξουν.

Και το παράπονο αυτό εκ γενετής, αιώνιος συνοδοιπόρος. Μα πώς να χτίσεις μια ζωή πάνω σε παράπονα; Ούτε βάσεις ούτε δομές. Μόνο μοναξιά.

Wednesday, January 16, 2013

Όταν.


Όταν εκείνος θα έρθει και θα σε πιάσει από το χέρι, μη φοβηθείς. Είναι εκείνος που θα σε συνοδεύει όλες τις στιγμές της στενοχώριας. Εκείνος που θα τρέχει για σένα μέσα στο κρύο, που θα σου κρατά το χέρι όταν φοβάσαι, που θα διώχνει τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Είναι αυτός που ποτέ δε γνώρισες και όμως βρίσκεται δίπλα σου. Αλλοιωμένη η μορφή του από τον Χρόνο, αλλοιωμένη και εσύ από σπασμένα όνειρα. Θάλασσες δάκρυα θα χύσετε μαζί, θα αγκαλιαστείτε και θα ονειρευτείτε. Κοινή ζωή αλλιώτικη, μοναδική.

Ίσως χαθείτε κάποια στιγμή, μα η Ζωή παράξενη και όμορφη που είναι, θα σας ενώσει πάλι, για να μιλάτε για όλα αυτά που δεν έγιναν, μα κυρίως για αυτά που θα γίνουν. Ενωμένη ζωή, καθημερινή μα μοναδική.

Λόγια ειλικρινά μα και ψεύτικα, τα αποζητά αυτά η καρδιά κάποιες φορές. Να τρέφεις την ψευδαίσθηση της ευτυχίας, ξέροντας βαθιά μέσα σου ότι ποτέ δε θα την αγγίξεις στα αλήθεια.

Και κάπως έτσι θα περνάνε οι μέρες και τα χρόνια, με αυτόν που θα έρθει μαζί με τα ψήγματα αλήθειας για τη Ζωή. Μην ξεχάσεις να τον ευχαριστήσεις για αυτά που θα σου προσφέρει, είναι αυτά που ποτέ δε φαντάστηκες ότι θα έχεις. Συναισθήματα και ιδέες άλλων ανθρώπων μέσα σου. Λέξεις και διάλογοι σαν από μπομπίνα που τρέχει μήπως και προλάβει τους ανθρώπους.

Εικόνες και μνήμες από εκείνες τις εποχές, τα νιάτα που φεύγουν, τις πληγές που μένουν.

Και κάποια μέρα θα θυμάσαι τις άσχημες εκείνες νύχτες με τους δαίμονες αγκαλιά και θα μονοπωλείς τραγούδια νανουρίσματα για να ξεχάσεις. Ξέρεις βέβαια ότι αυτά δεν ξεχνιούνται, ούτε τα δάκρυα ούτε τα λόγια τις ξεγράφουν. Μόνο η Αγάπη, ίσως. 


Friday, January 4, 2013

Περπατώντας μες στο κρύο



Αιώνιος επισκέπτης, ανείπωτος θυμός. Χίλιες φορές νεκρό σώμα, παρά νεκρή ψυχή. Και έτσι κυλούν οι μέρες, με τις νύχτες να γελούν μονάχες μέσα στο κρύο.

Κρυστάλλινες νιφάδες αγγίζουν το έδαφος, παγώνουν όνειρα παλιά. Κοιτώ τις πατημασιές που έκαναν στο μονοπάτι, απορώ προς τα ποια κατεύθυνση να πήγαν. Αρχίζω περπατώ μέσα στο κρύο, μα δε νιώθω αίσθηση παγετού. Είναι αλλαγμένος ο νους, κάπου μακριά ταξιδεύει. Θυμάται και μελαγχολεί έναν τόπο που ποτέ δεν κατάφερε να συγχωρήσει. Ψήγματα αναμνήσεων συνθέτουν μία αλλιώτικη πραγματικότητα, αυτή που θα θελα να θυμάμαι και όχι αυτή που έζησα και άφησα πίσω.

Κάποτε είχα δει σε μία ταινία, πως υπάρχουν δύο είδη ταξιδιωτών. Αυτοί που όταν φεύγουν από έναν τόπο κοιτούν το χάρτη και αυτοί που κοιτούν τον καθρέφτη. Αυτοί που μελετούν το χάρτη, δεν κοιτούν ποτέ πίσω, αυτοί που κοιτούν τον καθρέφτη, επιστρέφουν. Δίλημμα για το που ανήκει η καρδιά. Εν πολλοίς, συμβιβασμός. Υποσχέσεις δίχως όνομα και αγάπη να περισσεύει.

Συνεχίζω τη βόλτα μες στο δάσος προσπαθώντας να ανακαλύψω νέα όνειρα, να δημιουργήσω ελπίδα. Ξεροί κορμοί κρέμονται από πάνω μου, σταγόνες δάκρυα παγωμένα. Κάτι πουλιά παίζουν μέσα στο κρύο για να ζεσταθούν και εγώ ακόμη σκέφτομαι πως αν ανοίξω τα φτερά μου θα πληγωθούν. Τι νόημα έχει άραγε να περπατάς μονάχος μέσα στο κρύο, όταν τίποτα δεν έχει μείνει να θυμάσαι για να σε ζεσταίνει;

Δεν βρίσκω απαντήσεις, θέτω μονάχα νέες ερωτήσεις. Έχουν μαζευτεί τόσες, σαν παλιά κλειστά γράμματα σε συρτάρια που κρύβουν μυστικά, που δεν μπορώ να τις βάλω σε σειρά. Δυσκολεύομαι ακόμη και να τις ερμηνεύσω. Από πού προέρχονται, που κρύφτηκαν οι απαντήσεις τους; Εγώ πρέπει να τις βρω; Δεν μπορώ φοβάμαι, νοσταλγώ, μένω πίσω, μονολογώ.

Η φύση όλη μου μιλά. Μου λέει ιστορίες παλιές και κάτι παραμύθια να ξεχαστώ μέσα στο κρύο. Τα δέντρα μυστικιστικά όπως πάντα μου χαμογελούν, λέγοντας στίχους σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω, μα νιώθω βαθιά μέσα μου. Τίποτε μα τίποτε δεν βγάζει νόημα. Και εγώ ζωγραφίζω μορφές στο νου, σχέδια και χρώματα που συγκλονίζουν. Μισές λέξεις, φράσεις μου ψιθυρίζουν. Μελωδίες και τραγούδια παιγμένα σε νότες άλλης διάστασης. Κάτι διαφορετικό κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα απόψε. Ξεχασμένο από άλλο Χρόνο. Τυπωμένο όμως για το Τώρα.

Σχέσεις περίπλοκες μέσα στις ζωές μας, σχέσεις αληθινές, ανούσιες, αναγκαίες μα πάνω από όλα απούσες. Ζωή αλλαγμένη στο βωμό της ευτυχίας. Και γυρίζει το δάσος γύρω από εμένα και εγώ γύρω από αυτό. Αλλάζουμε μορφές, γινόμαστε ένα, μεταλλασσόμαστε. Ξαπλωμένη στο χιονισμένο μονοπάτι συνειδητοποιώ πως η έμπνευση είναι αιώνια σύμμαχος της θλίψης και ξαφνικά θυμάμαι πως πριν φύγω, ένιωσα το είδωλό μου να μου χαμογελά θλιμμένα. 



Αναδημοσίευση από το τεύχος 40 του ηλεκτρονικού περιοδικού emmeis