Tuesday, November 9, 2010

Εσύ ήσουν ο σκοπός μου, ο προσδιορισμός μου, ο λόγος για να ζω…

Τα όνειρά μου στοιχειώνονται από τη μορφή σου. Μπαίνεις μέσα στα άδυτα του υποσυνείδητού μου και τα ταράζεις. Σε έχω ξεχάσει, δε σε σκέφτομαι πια. Όχι όπως πριν. και όμως είσαι εκεί, μέσα στα χαμένα μου όνειρα και τις τρελές μου σκέψεις. Δεν έχω άλλη μαυρίλα, έχει ξεπλυθεί μαζί με σένα και ό, τι άφησες πίσω. Χαίρομαι για αυτό αλλά συνάμα έχασα εσένα.

Είσαι μακριά, πάντα ήσουν και κάθε βράδυ ξετρυπώνεις από το πουθενά μέσα στο νου μου. Γιατί έτσι; Όλα είναι διαφορετικά τώρα, δεν είμαι αυτή που ήμουν αλλά εσύ έρχεσαι ακόμη όπως ερχόσουν, σαν να μην άλλαξε τίποτα και να μην έφυγα. Δεν είναι η πραγματικότητα όμως. Το φάντασμα σου με στοιχειώνει, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο από τη δική μου φαντασία. Ναι είσαι αποκύημα της τρομερής και κατεστραμμένης μου φαντασίας γιατί απλούστατα δεν μπορώ να σε αφήσω πίσω. Και όχι γιατί είμαι ερωτευμένη με εσένα, αλλά με αυτό που μου έδωσες, με αυτό που αντιπροσώπευες, την αληθινή και χωρίς όρους αγάπη, τον αληθινό και παθιασμένο έρωτα που χάρισες απλόχερα, αλλά τόσο βίαια πήρες πίσω.

Φύγε λοιπόν φάντασμα, σταμάτα να με κυνηγάς – λέω στο μυαλό μου. Και ξάφνου υπακούει τυφλά. Όλα χάνονται και δε βλέπω τίποτα. Κάτι λευκό και απροσδιόριστο ξεπροβάλλει στους διαδρόμους του ζαλισμένου μου μυαλού. Κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι, γιατί από τη ζαλάδα που μου έφερε η απότομη αλλαγή δεν μπορώ να εστιάσω. Προσπαθώ ξανά και ξανά, αλλά τίποτα. Αποφασίζω λοιπόν να κλείσω τα μάτια μου και να αφεθώ στη ζεστασιά και το φως που μου προσφέρει η άγνωστη αυτή πηγή που ολοένα και πλησιάζει προς το μέρος μου. Δεν την αντέχω όμως τόση δύναμη και λιποθυμώ.

Ξυπνώ σε ένα δάσος, τόσο πυκνό που είναι σκοτεινά. Ελάχιστο φως περνάει μέσα από τις φυλλωσιές. Κάποιες ηλιαχτίδες προσπαθούν απεγνωσμένα να περάσουν τα άγρια και ψηλά δέντρα του δάσους και να φτάσουν στο έδαφος. Να ζεστάνουν ό, τι πεθαμένο έχει ξεμείνει εκεί, με μόνη ελπίδα να ξαναβρεί τη χαμένη του ζωή. Εγώ παρακολουθώντας τη μάχη αυτή αναρωτιέμαι. Πώς θα ξαναζωντανέψουν όλα αυτά που έχουν πεθάνει, αναμνήσεις, συναισθήματα, μορφές, άνθρωποι; Ακόμη και αν όλο το φως του ήλιου πέσει πάνω τους τίποτα δεν είναι όπως πριν. Τίποτα νεκρό δεν ανασταίνεται στη φύση, το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και στο μυαλό του ανθρώπου.

Ξάφνου μία ζωηρή και πεισματάρα ηλιαχτίδα καταφέρνει και φωτίζει με το δυνατό της φως ένα μαραμένο λουλούδι. Εγώ κουρασμένη όπως είμαι από το συνεχόμενο ταξίδι μου στο χρόνο αντιλαμβάνομαι ότι το πεθαμένο λουλούδι αρχίζει και κουνιέται. Απορημένη πλησιάζω. Αλλά ό, τι και να πω είναι λίγο. Σπίθες και πυγολαμπίδες ξεπρόβαλλαν από το πουθενά αφήνοντας εμένα και την υπόλοιπη φύση άναυδη. Μέσα από αυτές τις σπίθες πράσινα κλαδιά σα μαστίγια εμφανίστηκαν, αγκαλιάζοντας τις μαραμένες ρίζες του λουλουδιού, δημιουργώντας νέες και δυνατότερες ρίζες. Και οι πυγολαμπίδες έπλεκαν με τα φτερά τους από πάνω νέο μπουμπούκι, το οποίο έλαμπε από το φως τους. Κάτι μαγικό, κάτι ανείπωτο είχε μόλις συμβεί. Δεν το είχα ξαναζήσει ποτέ μου. Και εκεί που θαύμαζα το μεγαλείο που μόλις είχε δημιουργηθεί μπροστά μου, άρχισε να βρέχει από το πουθενά. Τόσο δυνατά που νόμιζες πως όλη η πλάση τραγουδούσε για το θαύμα που είχε γίνει. Οι σταγόνες που έπεσαν επάνω στο αναγεννημένο μπουμπούκι ολοκλήρωσαν το τελετουργικό. Λευκά πέταλα άρχισαν να φυτρώνουν, τόσο όμορφα που σου ερχόταν να κλάψεις. Τόσο όμορφα! Έκλεισα τα μάτια μου. Δεν μπορούσα άλλο να παρακολουθώ. Δάκρυσα. Τόση μαγεία και ομορφιά δεν μπορούσαν να είναι αλήθεια. Όχι για μένα. Και τότε άκουσα μια φωνή. Ήταν η δική μου απάντηση σε ό, τι με ταλαιπωρούσε. Απάντησα λοιπόν στον εαυτό μου: «ό, τι είδες εδώ αντιπροσωπεύει όλα τα θαύματα που μπορούν να γίνουν στον κόσμο τούτο. Ακόμη και τα πιο νεκρά λουλούδια μπορούν να μεταμορφωθούν στα πιο ωραία και στα πιο λευκά τριαντάφυλλα του κόσμου, αρκεί να μη σταματήσεις ποτέ να πιστεύεις. Ποτέ». Ξαφνιάστηκα. Δεν περίμενα να έρθει η απάντηση από εμένα. Αλλά όλα αυτά ήταν στο δικό μου μυαλό, κατάλαβα αργότερα. Στα βάθη του μυαλού μου.

Ναι λοιπόν, όλες οι σοφές απαντήσεις βρίσκονται μέσα μας, αρκεί να τις ξετρυπώσουμε με κάποιο τρόπο. Σε άλλους έρχονται έτσι χωρίς κάποιο ιδιαίτερο έναυσμα, σε κάποιους όταν είναι ευτυχισμένοι, δυστυχισμένοι, αλαφιασμένοι, θυμωμένοι, απορημένοι, χαμένοι, σκεπτικοί. Και σε κάποιους όταν φτάνουν στο όριο του κενού και του πραγματικού. Κάπως έτσι βρήκα και εγώ τη δική μου, φτάνοντας στο όριο. Γιατί τίποτα δε γίνεται αν δεν ζήσεις κάποιες καταστάσεις, αν δεν πέσεις χαμηλά, αν δε βρεθείς στην άκρη, αν δεν απογοητευτείς, αν δε νιώσεις το τσίμπημα αυτό όταν κάτι σε πονάει τόσο, αν δεν κλάψεις. Αν δεν πεθάνεις πρώτα. Τίποτα. Όλοι λοιπόν είμαστε σα μαραμένα λουλούδια, σαν ετοιμοθάνατοι φοίνικες, που στο τέλος ξαναγεννιόμαστε από τις στάχτες μας μόνοι μας ή περιμένουμε μια ηλιαχτίδα να μας φωτίσει και να μας ζωντανέψει. Για κάποιους η ηλιαχτίδα είναι ένας άνθρωπος που τους φωτίζει τη ζωή και για κάποιους άλλους τους αρκεί να ξαναγεννηθούν από τις ίδιες τους τις στάχτες, χωρίς βοήθεια από κανέναν. Οι πρώτοι είναι οι τυχεροί αλλά οι δεύτεροι, οι γενναίοι.

No comments: