Saturday, November 24, 2012

Όταν μιλά η νύχτα


Η ψυχή μου καιγόταν ολάκαιρη,
δε μπορούσα να θυμηθώ,
τις ξεχασμένες σου φακίδες.
 
Μήτε τα βλέφαρα εκείνα τα βαριά,
που ούρλιαζαν δικές τους ιστορίες.
Μάτια μαύρα μελαγχολικά,
σαν τα κουμπιά από το παλτό σου,
εκείνα που ποτέ
δε θέλησες να μοιραστείς.

Και τα στενάχωρα εκείνα δάκρυα,
εγώ δε μπορούσα να τα αποφύγω.
Και εσύ με λέξεις σκορπισμένες με ησύχαζες,
μη ξέροντας ότι η αυγή μου είχε χάσει το δικό της τρένο.

Saturday, November 17, 2012

Η μάχη


Δε σε θέλω πια, κατάλαβε το και άσε με μονάχη να περιπλανιέμαι στους δρόμους που διάλεξα εγώ. Δεν σε ακούω πια μα και εσύ δε μου μιλάς. Με αποφεύγεις όταν σε χρειάζομαι και με τυραννάς όταν σε μισώ. Τόσο συναίσθημα δεν το αντέχω. Κοίταξε πόσες πληγές έχω στα χέρια μου από τις μάχες μου μαζί σου. Ξέπνοα αναζητώ μία σου λέξη μέσα σε αυτό το στενάχωρο δωμάτιο. Μία επιβεβαίωση ότι και εσύ με σιχαίνεσαι, ότι και εσύ δε με αντέχεις.

Μα εσύ με λατρεύεις, όπως όταν χαράζεις πληγές επάνω στο σώμα μου, αληθινές, γεμάτες αίματα. Ούτε αυτές σε συγχωρούν, μα κρυφά σε θαυμάζουν. Αυτή τη θέλησή σου να με καταστρέψεις ολότελα. Να με δεις να σέρνω τα κουφάρια λόγια μου ξανά προς εσένα και να ξεχάσω μια και καλή την ιδέα της αποστασιοποίησης μου. Γελάς ειρωνικά και χαίρεσαι, γιατί ξέρεις πως θα γυρίσω κοντά σου, ξέρεις πως θα σε παρακαλώ να με πληγώνεις. Ω Θεέ τέτοια ταπείνωση δεν έχω ξανανιώσει. Ακόμη και τα δάκρυά μου αρνούνται να σε κοιτάξουν κατάματα. Τα βλέφαρά μου σε φθονούν και τα χείλια μου σε βρίζουν. Μήτε τα μάτια μου όμως θωρείς πια. Τα ξερίζωσες και αυτά από το πρόσωπό μου και τα κουβαλάς μαζί σου σαν έπαθλο. Για να μη νιώθω με την όρασή μού είχες πει τότε. Όταν με πόνο δε σταμάτησες στα ουρλιαχτά μου. Ακόμη και οι φακίδες μου σε απεχθάνονται, συνωμοτώντας με τα δόντια μου πώς να σε πληγώσουν. Μα και αυτά τα έθαψες βαθιά στη μνήμη, μη μπορώντας να αναμασήσω ευτυχία.

Τα πόδια μου γερά θα αρχίσουν να τρέχουν, άπαξ και κάνεις ένα βήμα. Μα τώρα συνειδητοποιώ πως τα αλυσόδεσες, σε μαύρους υγρούς τοίχους τα στερέωσες. Και μήτε μπορώντας να περπατήσω πια, η γλώσσα μου, ακλόνητη απ’ της ψυχής τα πάθη, ξεχύνει ομπρός σου λόγια φωτιάς και θανάτου. Πόσο δύναμη κρύβουν οι λέξεις, όταν σωστά τις χρησιμοποιείς. Δηλητήριο στάζουν, να σαν και αυτό που έχεις στη δήθεν σου καρδιά. Και ξάφνου σε βλέπω αποχωρείς, με δάκρυα να καίνε το πρόσωπό σου και σάλια να γεμίζουν το στόμα σου, έτοιμος να φτύσεις την πίκρα του δηλητηρίου μου για σένα. Απομακρύνεσαι θλιμμένος, ηττημένος από μία γλώσσα που δε δίστασε ποτέ να σου πει την αλήθεια. Και τώρα που την άκουσες σε λύγισε, όπως και εσύ τόσα χρόνια έκανες σε μένα.

Και δυνατή όπως και πρώτα, ξεχύνομαι στους δρόμους των στιγμών, ελεύθερη από ένα ψεύτικο πάθος για σένα. Δε σε ξανάδα από τότε και ποτέ δε σ’ αποθύμησα. Μονάχα αυτό το γράμμα σου στέλνω να θυμάσαι πως σε νίκησα. Με τις λέξεις μου γραμμένες, νιώθω πάλι την ήττα σου, οσμίζομαι τα δάκρυά σου και επιτέλους φωνάζω «λευτεριά», χαμένη σε λιβάδια με φιλιά. Αντίο για πάντα ψεύτικη αγάπη. Δε σε αγάπησα ποτέ αληθινά.