Friday, August 19, 2011

Μα απ' όλα περισσότερο...


Κείμενο: Εύη Διακουμή

-Είναι δύσκολο να ζεις όχι πολύ μακριά από εκεί που η ατυχία χτυπούσε τις πόρτες για χρόνια.
-Έλα τώρα..τα πράγματα γίναν πολύ καλύτερα στο μέλλον του τότε και έπειτα, ο άνθρωπος εύκολα ξεχνάει.
Μα όλα είναι εκεί. Αυτά και άλλα πολλά που κάποτε φαντάστηκες. “Μες το κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα”!
-Τα βράδια συνήθως σε ακούω που στριφογυρίζεις στο κρεβάτι. Τι σκέφτεσαι;
-Σκέφτομαι πως παλιά έγραφα μέχρι και ποιήματα. Τώρα δεν έχω κέφι να γράψω και πολλά.
-Χαμένος κόπος. Εσύ ποτέ δεν άφησες κανέναν να τα δει. Δεν πιστεύεις στο ότι θα σε πιστέψουν και έπειτα, μια απλή επιβεβαίωση, ένα μπράβο δεν αρκεί. Χάνεται η μαγεία. Η μαγεία του μυστικού.

Και κάπως έτσι ξυπνάς νωρίς το πρωί για να κλέψεις λίγες στιγμές από τη ζωή ενός άλλου.
-Αυτά είναι καινούργια όμως...Παλιά; Πού πήγε το “παλιά”;
-Είναι κοντά. Ένα τετράγωνο δρόμος. Αποφεύγω να περνάω από εκεί. Φοβάμαι μη βγει ένα χέρι και με ξαναρίξει εκεί μέσα.

Ο απόηχος φέρνει τη σιωπή. Και το καυτό νερό που τρέχει απ’ τους τοίχους.
-Κάτι μου θυμίζει αυτό..
-Το είχα δει σε κάποιο όνειρο. Πνιγόμασταν ζωντανοί, χωρίς ανάσα. Όλα ξεκινούσαν τότε.
-Μην κάνεις έτσι. Ίσως να έφταιγε η μοναξιά της εποχής.
-Όταν ακούσεις την μοναξιά να έρχεται, πες της πάντα ψέματα. Θα σε πιέσει να της διηγηθείς να νέα της ημέρας και τέλος, μαζί σου θα γελάσει. Έτσι έλεγα τότε. Με κάποια από εκείνα τα νέα ακόμα γελάει η κουφάλα.

Το τετράδιο βρίσκεται αυτή τη στιγμή στα χέρια μου ανοιγμένο μετά από χρόνια. Αυτό είναι κάτι από μόνο του ανησυχητικό.
-Θα με βοηθήσεις;
-Ναι γιατί όχι. Μπορεί να είμαι ανίκανος να βοηθήσω οποιονδήποτε, όμως προσπαθώ ειλικρινά.
Τις πιο νωπές τις μνήμες πρέπει να ξεσκονίζουμε πρώτα, έτσι δεν είναι;

Έτσι είναι. Δύο πόρτες και πέντε κάγκελα έγραψαν άλλη μια ιστορία μέσα στη δική μου μικρή ιστορία.
-Τί μένει εκεί;
-Ο ήσυχος πεζόδρομος και ένας αέρας γνώριμος. Μουσική παντού και πάντα. Και λίγη σκόνη.
Και τα λουλούδια που θα κοιτάω μήπως και τύχει και βρεθούν μπροστά του. Πέρασαν χίλια χρόνια από την Τρίτη εκείνη. Το ελέγχω.

Έγιναν όλα για κάποιο λόγο από αυτούς που δήθεν κυνηγούσες; Παλινδρομούν. Έρχονται σε ισοπαλία.
-Στεναχωρείς κι εμένα, μου είπανε προχτές. Αγαπάω τους ανθρώπους και δεν θέλω να υποφέρουν. Όμως αυτοί από μένα διαφέρουν. Δύσκολο;
-Εύκολο για μένα γιατί είμαι απέναντι, να απαντώ σε σένα.
-Τι θα γίνει πάλι φέτος; Ο χειμώνας θα φύγει σαν καφές ελληνικός και σκέτος.
-Έτσι θα είναι τώρα; Όλα να μας πειράζουν;


-Στο ΄πα ξανά. Το 'πα ξανά. Δεν μασάω όπως παλιά. Δεν ξαναφοράω μαύρα. Εκείνα που θυμάσαι πρέπει πια να είναι χώμα. Όμως ας ξέρεις...Απ' όλα περισσότερο, αυτό που με πειράζει είναι την απουσία Τους πως πάω να συνηθίσω.

Wednesday, August 10, 2011

Σκέψεις στο σκοτάδι


Τα τζιτζίκια ουρλιάζουν και εγώ κάθομαι να ξαναγράψω, λες και έχω κάποια προθεσμία και πρέπει να προλάβω, λες και έχω κάποιο ραντεβού. Αναρωτιέμαι έχω; Ναι με τον εαυτό μου απαντώ. Γιατί γράφοντας απελευθερώνεσαι και πολλοί το νιώθουν αυτό. Πολλοί «ανακουφίζονται» συναισθηματικά γράφοντας, όπως μερικοί πίνοντας, μαλώνοντας, φωνάζοντας. Εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία ανεπιστρεπτί.

Καλοκαιρινές αμέριμνες βραδιές περνούν ανεπαίσθητα πάνω από το κορμί μου και ακόμα δεν έχω ζήσει τα καλοκαιρινά μου ραντεβού όπως θα έπρεπε, απλά τα αναμένω. Με μια λαχτάρα και μία προσμονή ανείπωτη. Στην καρδιά μου ομολογώ ξεχνιέμαι, λες και  δεν περιμένω κάτι. Και όμως περιμένω και περιμένω. Οι αμμουδιές και οι παραλίες με ξεχάσανε και έπειτα τις ξέχασα και εγώ. Έτσι απλά και ανώδυνα σα να περνά το καλοκαίρι . Σα να μην ήρθε ποτέ σε μία πόλη που με κουράζει και με εξασθενεί. Με βάζει σε λήθαργο λες και το κάνει επίτηδες. Για να μην νιώσω λέει το καλοκαίρι αυτό, να μη με αγγίξει.

Αλλά πλέον τελείωσε και αυτό, με άγγιξε. Τα τζιτζίκια ουρλιάζουν και τα κουνούπια οργιάζουν στο σώμα μου πριν καν προλάβω να σκεφτώ ότι με τσιμπούν. Και περνάει η ώρα και ξεχνιέμαι. Ξεχνιέμαι και ξεχνάω γιατί ξεκίνησα και πού πάω. Ποια βάρκα θα έπρεπε να με πάρει και με ξέχασε, ποιος άνεμος θα έπρεπε να με ταξιδεύει και με έχασε, ποιος έρωτας θα έπρεπε να με είχε αγκαλιά και με άφησε. Μόνη και άγνωστη στο πλήθος, μόνη και αγνώριστη.

Θα έρθει όμως και η σειρά μού λέω κάθε βράδυ και περιμένω καρτερικά. Να ανοίξει η πόρτα το πρωί και να έρθεις με χίλιες αγκαλιές μόνο για μένα, με εκατοντάδες φιλιά που μου ανήκουν, με χιλιάδες συναισθήματα να με κατακλύζουν. Και η αναμονή δεν έχει όριο. Η υπομονή όμως έχει και εγώ είμαι διατεθειμένη να τα ξεπεράσω και αυτά, όπως ξεπέρασα τον ίδιο μου εαυτό στη διάρκεια των αιώνων μου. Στη διάρκεια των ατέρμονων σκέψεων και των άπειρων λέξεων. Σε όλα αυτά που με στιγματίζουν και σε αυτά που δεν περνούν. Στα στενάκια του μυαλού που ντύνονται με συναισθήματα, άλλοτε άσπρα και άλλοτε μαύρα, ποτέ γκρι. Και μου το’ χαν πει κάποτε. Ισορροπία.

Και έρχομαι αντιμέτωπη με όλα αυτά που θα γίνουν και με αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν και χάνομαι. Για άλλη μια φορά χάνομαι στη νύχτα και τα άστρα μου. Και ποντάρω μέρες και ώρες χαμένη παντού. Ποντάρω εμένα για σένα, για όλους όσους πέρασαν και θα περάσουν από το διάβα μου, για όσους χάθηκαν, αγαπήθηκαν, μισήθηκαν, λατρεύτηκαν. Ποντάρω ζωή και αγάπη, χωρίς να ξέρω αν θα κερδίσω. Αλλά τι σημασία έχει; Οι νίκες θα είναι λίγες και θα ξέρω ότι όταν ερωτηθώ δε θα διστάσω να σκεφτώ τι έχασα, γιατί στην πορεία θα έχω ήδη κερδίσει πολλά και ανεκτίμητα. Και η ζωή δε θα έχει χαραμιστεί άδικα. Εγώ θα έχω παίξει την παρτίδα μου ελεύθερη και ερωτευμένη. Και τα τζιτζίκια θα συνεχίσουν να ουρλιάζουν κάθε βράδυ, όσο εγώ θα χάνομαι στη σκέψη μου. Καληνύχτα. 

Wednesday, August 3, 2011

Ένα όνειρο, χίλιες πραγματικότητες


Έξω βρέχει, κάνει κρύο και εσύ δεν είσαι εδώ να με πάρεις αγκαλιά και να με σφίξεις. Και κάτι τέτοιες μέρες θυμάμαι αυτά που πέρασαν και έζησα, μαζί σου αλλά και χώρια σου. Ταξίδια σε άλλες χώρες μακρινές και ονειρεμένες… Και τώρα είμαι εδώ σε τόπους που δε με «χωρούν». Σε τόπους που μεγάλωσα αλλά δε με νοιάζει, δεν τους θέλω.

Και κάθομαι και πίνω, πίνω τις αναμνήσεις από παλιές φωτογραφίες, ρουφάω χαρά και ταξίδια μέσα από χαμένες φωτογραφίες. Έτσι ταξιδεύω πλέον, κοιτώντας παλιές φωτογραφίες. Και δεν είσαι εδώ. Και εγώ ουρλιάζω από ενοχή που δεν μπορώ να είμαι εκεί να σε αγκαλιάζω. Να σε κοιτάω για ώρες ολόκληρες, να μιλάμε για τα παλιά και να σχεδιάζουμε τα καινούργια.

Σα να μην έπεφταν ποτέ
Σήμερα κοιτούσα τον ουρανό και σκεφτόμουν. Μετά τη βροχή υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένα χρώμα κίτρινο λες και βρισκόμασταν σε μία γυάλα και το φως του ήλιου δεν μπορούσε να μας φτάσει… και τα σύννεφα είχαν καταταχτεί σε σειρά, στρογγυλά και αφράτα λες και περίμεναν μα πέσουν στο έδαφος σαν χιονοστιβάδες. Χιονοστιβάδες που με το που πέσουν θα εξαφανιστούν από τη μιζέρια που περιβάλει αυτόν τον κόσμο. Γιατί κανείς δεν ονειρεύεται πλέον.

Και περπατώ μέσα σε αυτήν τη γυάλα και νιώθω ξένη, σαν κάποιος να με έριξε σε ένα όνειρο χωρίς τέλος, σε έναν ύπνο βαθύ χωρίς ουσία. Να προσπαθώ να ξυπνήσω μα τίποτα. Να μην μπορώ να κουνήσω χέρια και πόδια. Μόνο το μυαλό μου να ουρλιάζει για άλλη μία φορά για το πόσο σε αγαπάει και πόσο θα ήθελε να ξυπνήσει από αυτόν τον λήθαργο και να αντικρύσει τα μάτια σου και το χαμόγελό σου. Και δεν μπορώ, δε κουνιέμαι. Σα μια σκιά να με πατά στο στήθος και να μη με αφήνει να ζω. Με παραλύει και με απομακρύνει από εσένα και από καθετί που αξίζει να παλέψεις σε αυτόν τον κόσμο.

Και ξυπνάω ιδρωμένη, μπερδεμένη εάν αυτό που μόλις ονειρεύτηκα ήταν δικό μου όνειρο ή αλλουνού, μπερδεμένη εάν έγινε ποτέ. Κοιτώ δίπλα μου και είσαι εκεί. Κοιμάσαι τόσο ήρεμα σα να μην άκουγες τις ατελείωτες κραυγές μου όλη νύχτα. Σηκώνομαι και αισθάνομαι κάτι στο πάτωμα. Κάτι παλιές φωτογραφίες πεταμένες από εδώ και από εκεί. Χαμένες στο χρόνο, από χώρες μακρινές και ονειρεμένες. Από χώρες που ξεπερνούν τα όρια των ονείρων. Και τότε κατάλαβα.