Tuesday, April 16, 2013

Ενσυναίσθηση


Η μοναξιά είναι αυτή.
Είναι εκείνη, σκοτεινή στο δωμάτιο.
Αίσθηση κίβδηλη με αληθινό πόνο.

Και καθώς περνάνε οι ενοχές έξω από το παράθυρο, η απουσία του γέλιου κάνει τη ζωή να ξεχνά το λόγο της ύπαρξής μας.

Σταγόνες λύπης
κρέμονται από τις κουρτίνες.
Και εσύ ξέχασες τα γυαλιά σου στο τραπέζι. Έχουν σπάσει από τη Σιωπή.

Γεύσεις μανίας και λίγη σκόνη από το ψέμα σου στον καφέ μου να ξεχάσω.
Εκείνα τα ηλιόλουστα απογεύματα στις οροφές.
Μήπως και θυμηθώ τι μυρωδιά έχει η Ζωή.

Thursday, April 4, 2013

Μία φωτογραφία και ένα τσιγάρο.



Μία φωτογραφία και ένα τσιγάρο. Τι και αν έκοψα το κάπνισμα, οι καπνοί μου κυκλοφορούν ελεύθεροι και μόνοι. Μόνοι σε ένα θαμπό μα φωτεινό δωμάτιο, να γεμίζουν τη σκιά μου που πέφτει άχαρη στο έδαφος.

Μία φωτογραφία και ένα τσιγάρο. Τα ζήτησα, μα κανείς δεν μπορούσε να μου τα δώσει. Ήταν οι λέξεις ή τα χρόνια, ποτέ δεν κατάλαβα. Και η χοή του ανέμου στα αυτιά μου ψιθύριζε σκέψεις.

Διαφορετικές εικόνες μου έρχονται στο μυαλό όταν αναπολώ ανάσες. Διαφορετικές άστρωτες εικόνες. Είναι το εγώ μου που αλλάζει; Ή είναι η ανάσα σου που νιώθω πιο ζεστή;

Εκείνη τη φωτογραφία με το τσιγάρο δε μου την έδωσε κανείς. Την πήρα μόνη μου από τα χέρια της σιγής. Τραγουδούσε και αυτή μελωδίες του μέλλοντος. Ήταν όμορφη και θλιβερή, όπως όλες οι γυναίκες.

Την πήρα στα χέρια μου τη φωτογραφία, καθώς κάπνιζα εκείνο το βαρύ τσιγάρο. Οι καπνοί θόλωναν τα παράθυρα και δεν μπορούσα να κοιτάξω έξω την Άνοιξη.

Έσβησα από τον ύπνο μου εικόνες σκουριασμένες, μάζεψα τις κουρτίνες στο δωμάτιο και άνοιξα εκείνο το πεισματάρικο παράθυρο.

Τις έβαλα στη σειρά και τις κρέμασα μία προς μία, έτσι άχαρες πως ήταν. Με το παράθυρο ανοιγμένο, ακόμη και η ζωή χαμογέλασε.

Οι καπνοί έβγαιναν έξω διστακτικά και ο αέρας της ζωής μου καθάριζε, μαζί με το μυαλό εκείνο που αποκοιμήθηκε. Η φωτογραφία που κρατούσα ήταν κενή.

Στο ξέσπασμα της Φύσης έξω ούρλιαζα, χωρίς να μπορώ να βγω από το δωμάτιο. Το γρασίδι υγρό, το μύριζα. Τα λουλούδια ανθισμένα περίμεναν. Οι στάχτες δίπλα μου από το τσιγάρο ανάσαιναν.
Και η σκιά μου εκεί καρφωμένη στο έδαφος, ακίνητη, αέναη. Ανίκανη να κουνηθεί.

Ο άνεμος θυμήθηκε την παρουσία μου. Η ορμή του με τρόμαξε, όπως η Ποίηση τρομάζει από την Αλήθεια.

Τότε ήταν που έγειρα μπροστά από το παράθυρο, μη μπορώντας να αντισταθώ, και ας έκανε κρύο.
Στη φωτογραφία που κρατούσα, έβλεπα σχέδια να χρωματίζουν το χαρτί. Σαν ο καπνός που βγήκε από το δωμάτιο να κλειδώθηκε όλος μέσα σε αυτή. Σαν οι στάχτες να μεταμορφώθηκαν σε σχέδια Αρχής.

«Ήρθε η Άνοιξη» άκουσα και αποκοιμήθηκα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, κρατώντας ακόμη εκείνη τη φωτογραφία. 

Ένα αλλιώτικο Πάσχα.



Η ζωή ενός ταξιδιώτη χαρακτηρίζεται από πολλαπλές καθημερινές εκπλήξεις και συνεχή έκθεση σε νέους και ενδιαφέροντες πολιτισμούς. Όταν έχεις ζήσει σε πολλά μέρη στον κόσμο, η έκθεση αυτή γίνεται χωρίς σκέψη, και η απορρόφηση των εκάστοτε πολιτισμικών ερεθισμάτων, αυτόματα. Έχεις δημιουργήσει έναν ειδικό μηχανισμό που όταν συμβαίνει κάτι γύρω σου, αντί να το κοιτάξεις καχύποπτα, το αγκαλιάζεις με απέραντη χαρά, και ας μη σου αρέσει πραγματικά.

Η ζωή μας σαν Έλληνες είναι γαλουχημένη με την ορθόδοξη θρησκεία, ανεξαρτήτως εάν πιστεύουμε η όχι πραγματικά ή όπως θα ήθελαν οι γιαγιάδες μας. Η θρησκεία είναι τόσο εμποτισμένη στην καθημερινότητά μας, που δεν μπορούμε παρά να την ακολουθήσουμε. Οι αργίες, τα έθιμα, τα ήθη που προέρχονται από τους προγόνους μας, έχουν συντηρηθεί με επιτυχία, αποτυγχάνοντας βέβαια, ορισμένες φορές να συμβαδίσουν με τα γρήγορα βήματα της κοινωνίας. Όλα αυτά συνάδουν στο να θεωρούμαστε κατά βάση ‘θρησκευτικός’ λαός και εξαιρετικά δεμένος με τη θρησκεία, όσο και αν αυτό δε μας αρέσει. 

Πριν δύο χρόνια έζησα ένα διαφορετικό Πάσχα μακριά από την οικογένεια, στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο Φανάρι. Σε μία σεμνή και ταπεινή τελετή μαζί μου βρισκόταν ένας Τούρκος και ένας Ολλανδός, οι οποίοι εκ των πραγμάτων δεν ένιωσαν το ίδιο δέος με το δικό μου, όχι θρησκευτικό, αλλά πνευματικό. Ήταν περισσότερο μία τουριστική ατραξιόν η Εκκλησία, παρά ναός προσευχής για αυτούς. Έτσι ήταν όμως και για μένα. Χωρίς να έχω κάποιον να μοιραστώ τα συναισθήματα μου, κάποιον που να με καταλάβει, έχασα την ουσία, χωρίς να μπορέσω έπειτα από αυτό να την ξαναβρώ.

Τα χρόνια πέρασαν και πολλά άλλαξαν. Αντιλήφθηκα μέσω δικής μου ενδοσκόπησης και εξωτερικών ερεθισμάτων, πως η θρησκεία και - δη η ορθόδοξη - βασίζεται σε σαθρά θεμέλια και χαρακτηρίζεται από μία υποκρισία (το λιγότερο) εκ μέρους της πάμπλουτης και καθόλου ταπεινής μας Εκκλησίας. Κάπου εκεί σταμάτησα να ‘πιστεύω’ σε αυτή, δίνοντας βάση στον εαυτό μου και όπως εγώ θα ήθελα να πιστεύω είτε στο Χριστό είτε στο Βούδα. Και κατάφερα να χτίσω μία σχέση ολότελα δική μου, στη δύναμη που θεωρώ εγώ πως με βοηθά καλύτερα στο να αντιμετωπίζω και να ξεπερνώ τις όποιες δυσκολίες στη ζωή μου.

Κάπως έτσι ανέπτυξα μία πιο ισχυρή πίστη και αγάπη προς εμένα και τις πράξεις μου, μα κυρίως έγινα πιο δυνατή απέναντι σε εξωτερικού κινδύνους. Οι θεωρίες που αναπτύσσει ο καθένας μας για τη θρησκεία είναι μοναδικές και κάθε άτομο ερμηνεύει διαφορετικά τα όποια ερεθίσματα εκλαμβάνει, τόσο στα παιδικά και τα εφηβικά, αλλά κυρίως στα ενήλικα χρόνια της ζωής του. Έτσι και εγώ έμαθα να δέχομαι τους άλλους όπως είναι, όπου και αν πιστεύουν, χωρίς να αλλοιώνω τη δική μου ‘θρησκευτική’ ταυτότητα.

Για αυτό το λόγο θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να γνωρίσω νέες μορφές θρησκείας, όχι γιατί ‘ψάχνομαι’, αλλά γιατί η περιέργεια του ταξιδιώτη να γνωρίζει όλα τα ήθη και τα έθιμα της χώρας που διαμένει, είναι πολύ δυνατή μέσα μου. Έτσι λοιπόν κίνησα για ένα αλλιώτικο Πάσχα, ένα ‘ολλανδικό’ Πάσχα, σίγουρα διαφορετικό από την δική μας κυριακάτικη κραιπάλη (ας μη θυμηθώ το περσινό θεέ μου). Ακολούθησα λοιπόν την δεύτερη ‘μανούλα’ μου στην Εκκλησία για να δω και εγώ τι κάνουν κάποιοι από τους Ολλανδούς την Κυριακή του Πάσχα.

Αυτό που εξέλαβα ως εμπειρία ήταν πολύ δυνατό. Μου πήρε χρόνο να καταλάβω που ακριβώς βρισκόμουν, διότι οι ‘τελετές’ τους γίνονται σε απλά κτίρια, αφού θεωρούν πως δεν έχει σημασία που βρίσκεσαι αν πιστεύεις στο Θεό. Η διαδικασία απλή: πολλά τραπέζια με πρωινό, όπου όλοι βοηθούν στο σερβίρισμα, εισαγωγή, προσευχή και συζήτηση. Έπειτα καθίσαμε έχοντας ως θέα μία σκηνή, όπου ό, τι εκτυλίχθηκε έπειτα αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν άσχημο ή φαντασμαγορικό. Ήταν απλά διαφορετικό.

Βρισκόμουν σε μία εκκλησία Βαπτιστών, μία αυστηρή μορφή του Χριστιανισμού. Οι Βαπτιστές θεωρούν πως εάν δεν πιστεύεις στο Χριστό θα καείς στην κόλαση μαζί με τους υπόλοιπους αμαρτωλούς. Είναι αυστηροί και διδάσκουν τη θρησκεία με τρόπο επιβολής. Οι οικογένειες που συμμετέχουν είναι όλες με αυστηρή πατριαρχική δομή και η πίστη είναι το βασικό στοιχείο της ύπαρξής τους. Βοηθούν ο ένας τον άλλον και πιστεύουν στην αυτονομία του ποιμνίου τους.

Παρόλες τις διάχυτες σκέψεις μου, η διαδικασία με την οποία γιορτάζουν το Πάσχα, αλλά και κάθε Κυριακή, είναι μοναδική και ιδιαίτερα διασκεδαστική. Ζωντανή μουσική, λόγια και προσευχές τραγουδώντας και χορεύοντας, όλα ελεγμένα από τον ‘αρχηγό’ του ποιμνίου, τον επικεφαλή παπά. Άνθρωποι φιλικοί, εξυπηρετικοί, ανοιχτοί στους νέους επισκέπτες, μα τόσο κλειστοί σε θέματα της κοινωνίας (ομοφυλοφιλία, παιδί εκτός γάμου, ελευθερία της επιλογής). Ζουν και αναπνέουν μέσω της Βίβλου και των κανόνων που χιλιάδες χρόνια πριν, άνθρωποι μιας διαφορετικής εποχής, έχουν θέσει για αυτούς σήμερα.

Για τους ίδιους ο Καθολικισμός είναι πολύ «ριζοσπαστικός» και ο Χριστός, ο απόλυτος κύριος της ύπαρξής τους. Η αλήθεια είναι πως βλέποντας τους πόσο το ευχαριστιούνται και πόση πραγματική δύναμη εισπράττουν από αυτό, εγώ δε μπορώ παρά να τους δεχτώ και – γιατί όχι – να τους θαυμάσω για αυτό που προβάλλουν. Παρόλο το συντηρητισμό που τους χαρακτηρίζει και όσο και αν διαφωνώ κάθετα με όσα πρεσβεύουν, δεν μπορώ παρά να δεχθώ τη δύναμη της θρησκείας τους. Γιατί το διαφορετικό δεν είναι πάντα κακό.