Tuesday, September 24, 2013

Στο γενικά


Έψαχνε. Έψαχνε κάποιο παράλογα εξοντωτικό τρόπο να πιαστεί από το ψέμα που ανέπνεε με μανία. Το αίμα του το ζητούσε σαν ηρωίνη. Άλλη μια σταγόνα από τη γλυκειά, αναιπαίσθητη μαγεία του παραμυθιού που ένας περίπλοκος – όσο άλλος κανείς – εγκέφαλος είχε κεντήσει για αυτόν. Μάλλον αυτό θα ήταν όλο κι όλο, σκέφτηκε. Αλλά δε μπορούσε να είναι έτσι και το ήξερε. Δεν τον ένοιαζε να δει την αλήθεια στα μάτια, αλλά μόνο να περάσει άλλο ένα αναίμακτο βράδυ μέσα στο ζεστό γνώριμο ψέμα.

Δεν είχε γεννηθεί για αυτό. Πολύ νωρίς, κατανόησε όλες τις πονηρές πτυχές μιας επιτηδευμένης αδιαφορίας και είχε καταστρώσει ένα καλοφτιαγμένο σχέδιο για την εφαρμογή της. Με το σταγονόμετρο κατάφερε να μπει στο πετσί του ρόλου μόλις για δύο χρόνια. Εκείνο το βράδυ κατάλαβε πως η εποχή που προσπαθούσε να εξηγήσει τον εαυτό του στους άλλους, είχε χαθεί για πάντα. Όλα ήταν απλά. Ήξερε – ξαφνικά – τι ήθελε και με ποιο τρόπο το ήθελε. Δεν του φαινόταν πολύπλοκο να ανοίξει τα διπλά παράθυρα της καρδιάς του μπροστά στον τελευταίο ξένο της γης. Ξεχείλιζε από αυτογνωσία. Τα πιο πολύχρωμα και ενοχλητικά σαν τον καλοκαιρινό ήλιο συναισθήματα, φώλιαζαν τώρα μέσα σε ένα πικρό χαμόγελο. Δεν ήθελε πια να αλλάξει τον κόσμο, γιατί είχε μόλις αλλάξει το δικό του! Αναίμακτα, ήσυχα και παρανοϊκά, σαν τη ζάλη που μόλις του είχαν χαρίσει.

* Κείμενο: Εύη Διακουμή

Friday, September 20, 2013

Ο Δρόμος


Ξέχασα τα λόγια που είχα γράψει στο χαρτί εκείνο και ο ήλιος πέφτει πια πιο σκοτεινός.
Έκλεψα αναμνήσεις χρόνων, ξεθωριασμένες εικόνες, στιγμές άλλων.
Οι άνθρωποι αλλάζουν όταν γερνούν, και εγώ το βλέπω γιαγιά.
Μην ακούς που έφυγα, είμαι ακόμη εδώ, κρυμμένη και εγώ σε μία παλιά φωτογραφία, προσπαθώντας να μετρήσω τα βήματά μου κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.
Τι και αν ο ήλιος κρύβεται κάποιες στιγμές, τι και αν θαμπώνουν τα τζάμια της ζωής. Το κρύο αναζωογονεί, αναδημιουργεί, επαναπροσδιορίζει.
Κάτω από τη σκιά του δέντρου θα μαζεύω ηλιαχτίδες δυνατές, ικανές να με κρατήσουν λαμπερή όλο το χειμώνα.



Και δε θα δακρύσω για όλα όσα έχασα γιατί γεμίζω ζωή με αυτά που αναπνέω, γεμίζω αλήθεια με όλα όσα έχω φυλακίσει σε εικόνες.
Τα χιλιόμετρα τρέχουν, ο δρόμος γίνεται στενός μα και ανοίγει όταν κοιτώ ψηλά.
Ο καθρέφτης έχει σπάσει και τη θέση του έχει πάρει ένα καρτέρι με λουλούδια που μιλούν για την ομορφιά του Εγώ. Και χαμογελώ μαζί τους γιατί όλα διαλύονται και ξαναδημιουργούνται από τις στάχτες του παρελθόντος.
Και όταν ανοίξει ο ουρανός γιαγιά θα είμαι πάλι εκεί να μιλάμε για όλα όσα έγιναν και να κοιτάμε παλιές φωτογραφίες, σαν εκείνες που ξέφυγαν από τη λήθη και αποτυπώθηκαν στα νυχτερινά μας όνειρα.
Οι ματιές προς τα πίσω λοξοκοιτούν το παρόν και γελούν με το μέλλον και εμείς θα περπατούμε τον ίδιο δρόμο παρέα σε άλλον ουρανό.

Και καθώς όλα ψιθυρίζουν στο εγώ μας, εμείς τεντωνόμαστε κάτω από το δικό μας δέντρο, στη δική μας σκιά, παίρνοντας τον δικό μας μοναδικό δρόμο με το καντράν των χιλιομέτρων να μετρά ατελείωτες στιγμές ζωής