Sunday, September 26, 2010

Μπαντ Χάμπιτς

Τι κάνουν οι άνθρωποι την Κυριακή στην Ελλάδα; Οι μισοί κοιμούνται, γιατί ξενύχτησαν την προηγούμενη και οι άλλοι μισοί πάνε βόλτα ή για καφέ. Στην Αυστραλία ο κόσμος γεμίζει τους δρόμους, πάει για ψώνια – ναι είναι ανοιχτά τα μαγαζιά, ο κόσμος δουλεύει εδώ τις Κυριακές -  και η πλειοψηφία απολαμβάνει μία βόλτα στο Darling Harbor με θέα την Όπερα, επισκέπτεται τα πραγματικά άπειρα πάρκα, χαλαρώνει ή απλά κάνει jogging επάνω στη γέφυρα (Harbor Bridge).

Στην πατρίδα πού λόγος για τρέξιμο; Όλοι σε κοιτούν στο δρόμο λες και είσαι καθυστερημένο. Εδώ είναι μία απολύτως φυσιολογική καθημερινή ασχολία των ανθρώπων, και με αυτόν τον τρόπο διατηρούν και τη σιλουέτα τους σε φυσιολογικά επίπεδα. Ευτυχώς για εμάς υπάρχει και ένα ποδόσφαιρο βρε αδερφέ και κάτι κάνουμε! Κατά τ’ άλλα είμαστε καφές, τσιγάρο και φαί. Δεν παραπονιέμαι, προς Θεού, και εγώ έτσι είμαι, αλλά εάν δεν κάνεις ένα βήμα παρά έξω να δεις πώς ζουν και οι άλλοι πολιτισμοί, θα νομίζεις μια ζωή πως εσύ κάνεις το σωστό. Δε λέω ότι οι Αυστραλοί είναι σωστοί σε όλα και ούτε να πηγαίνουμε στα πάρκα (αν υπήρχαν) κάθε Κυριακή και να περπατάμε, παρά να καθόμαστε και να ξημεροβραδιαζόμαστε στις καφετέριες, απλά επισημαίνω μέσα από την καθημερινή μου τριβή με αυτή τη χώρα κάποιες κακές μας συνήθειες.

Και ναι εδώ η τιμή ενός πακέτου με τσιγάρα έχει φτάσει στα ύψη το τελευταίο εξάμηνο, σχεδόν διπλασιάστηκε. Ναι μεν με δυσαρέστησε η κατάσταση αυτή ως καπνίστρια, αλλά ίσως είναι ώρα για αλλαγές. Εδώ δεν έχει ατάκες του στυλ «αχ, θέλω να καπνίσω ένα τσιγάρο μέσα στην καφετέρια! Τί πράγματα είναι αυτά;» και «εγώ δεν πρόκειται να κόψω το κάπνισμα επειδή θα απαγορευτεί, οι Έλληνες δε θα το δεχτούν αυτό». Θα το δεχτούν και θα το παραδεχτούν μάλιστα. Πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε ό, τι θέλουμε, πρέπει να σεβόμαστε και τις επιθυμίες των άλλων. Ναι στην Ελλάδα οι καπνιστές είναι αρκετοί, αλλά και αυτοί που δεν καπνίζουν τι φταίνε; (πού’ σαι μάνα;) Δύσκολα κάτι τέτοιο να το έλεγα πριν δύο μήνες, και να που όλα και όλοι αλλάζουν σε αυτή τη ζωή! Γι’ αυτό λοιπόν κόψτε το κάπνισμα πριν είναι πολύ αργά! Εγώ προσπαθώ πάντως. 

Wednesday, September 22, 2010

Manley Beach

Τι ωραία Κυριακή η προηγούμενη… η καλή μέρα τελικά από το πρωί φαίνεται όπως λέει και ο σοφός λαός. Τα σχέδιά μου ήταν τα εξής: να ζήσω και εγώ λίγο τη χαρά της θάλασσας και του καλοκαιριού, που τόσο απότομα εγκατέλειψα τον περασμένο Ιούλιο. Και τι καλύτερο από το να επισκεφτείς μία παραλία; Αυτό λοιπόν κάναμε και εμείς την προηγούμενη Κυριακή με τις φίλτατες κυρίες Saira, Gaia και Χριστίνα.

Αφού λοιπόν προλάβαμε στο τσαφ το φέρυ που θα μας ταξίδευε στην απέναντι όχθη, ονόματι Manley Beach και αφού βγάλαμε άπειρες φωτογραφίες η μία την άλλη, φτάσαμε στον πολυπόθητο προορισμό μας.

Η πρώτη εντύπωση: απερίγραπτη. Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο μέρος είναι ιδιαιτέρως τουριστικό και παντού υπήρχε κόσμος – όχι μόνο τουρίστες όπως εμείς – αλλά και ντόπιοι. Παρόλα αυτά σε έκανε να νιώθεις ότι βρίσκεσαι στην καρδιά του καλοκαιριού. Η αίσθηση που μου προκάλεσε αυτό το μέρος ήταν λίγο πολύ σαν την πολυαγαπημένη  Χαλκιδική. Η παραλία στο τέλος του δρόμου με τα άπειρα μαγαζιά – μαγιώ και τουριστικά φυσικά -  και τα πανέμορφα, μαγαζιά με φαγητό, καφέ και ποτό για τους πιο τολμηρούς.

Όσο για την παραλία; Το τοπίο απλά μαγευτικό. Βέβαια δύσκολα κολυμπάς σε τέτοια νερά, καθώς μόνο επαγγελματίες σέρφερς τα καταφέρνουν! Ο λόγος; Τα δίμετρα κύματα και το απερίγραπτο κρύο! Παρόλα αυτά ήταν απολαυστική εμπειρία… να νιώθεις την άμμο μέσα στα δάχτυλα των ποδιών σου και ο ήλιος σαν κολλητός σου να σε χαϊδεύει από ψηλά με τις ζεστές του ηλιαχτίδες σαν χάδια φιλικά. Ηρεμία και γαλήνη. Ό, τι ακριβώς χρειάζεσαι για να τελειώσει μία εβδομάδα γεμάτη στρες και κούραση.

Έτσι πέρασε λοιπόν μία  φθινοπωρινή Κυριακή σαν όλες τις άλλες… με λίγο ηλιοβασίλεμα, καλή παρέα, ζεστό φαγητό και δροσερό αεράκι σε μία παραλία όχι τόσο κοινή για τα μέρη μας, αλλά τόσο μαγευτική και όμορφη ακόμη και για τα δεδομένα της Αυστραλίας. Τώρα αναμονή για τις παραδεισένιες παραλίες με τα καταγάλανα νερά και τη χρυσή άμμο στα τέλη του Σεπτέμβρη, όταν δηλαδή εσείς ακόμη θα γράφετε (μπουχαχα!!!) Να δω τότε τις φάτσες σας όταν θα ανεβάζω φωτογραφίες με παραλίες, μαγιώ και θεούς σέρφερ! Όπως υπέφερα και εγώ τον Ιούλιο εδώ στα κρύα! Θα πάρω το αίμα μου πίσω!! Σας φιλώ. 

Vicky Griva Photography ©

Friday, September 10, 2010

Savage thoughts

Οι μέρες περνάνε, οι ώρες περνάνε. Στιγμές χάνονται και γίνονται στάχτη μέσα στη φωτιά του χρόνου και εσύ εδώ προσπαθείς να βρεις τα χαμένα κομμάτια του εαυτού σου που έχασες σε μια πορεία στρωμένη μόνο από στάχτη και καρφιά. Καρφιά που μπήγονται στα πόδια σου τόσο βαθιά και σε ματώνουν, εσύ όμως δε νιώθεις πόνο πια. Δε νιώθεις το αίμα να κυλάει στο δέρμα σου. Νιώθεις μόνο να μυρμηγκιάζεις σε όλη σου την ύπαρξη, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι όσα πέρασες σε στοιχειώνουν ακόμη, δε σε αφήνουν ήσυχη, είναι εκεί σα φαντάσματα του παρελθόντος, σκέψεις σκοτεινές, σκέψεις τρελές, τύψεις.

Νομίζεις ότι όλα μπορείς να τα ξεπεράσεις, ναι είναι αλήθεια. Ο χρόνος όλα τα γιατρεύει, όχι όμως αυτό. Κάθε μέρα, όλη μέρα, δευτερόλεπτο στο δευτερόλεπτο ξεπροβάλλει εκεί δίπλα σου, σα σκιά και σου υπενθυμίζει ότι θα είναι εκεί για πάντα. Στα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού σου να μαυρίζει τα όνειρά σου και να τρυπάει τις φλέβες σου, δηλητηριάζοντας ότι ωραίο έχεις κατακτήσει έως τώρα. Δεν είναι άλλος, δεν είναι ξένος, είναι ο εαυτός σου, αυτός ο εαυτός που εσύ επέτρεψες να δημιουργηθεί και να καλλιεργηθεί μέσα στην ψυχή σου. Τι τρομακτικό που είναι αυτό! Να φοβάσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, τα όνειρα σου… γιατί; Γιατί ξέρεις ότι όσο χαρούμενη και να είσαι, στο υποσυνείδητο σου έχουν χαραχτεί τόσο άσχημες αναμνήσεις, τις οποίες εσύ έχεις ξεχάσει, αλλά σε επισκέπτονται στα όνειρα σου σα δαιμονισμένοι άγγελοι και σου υπενθυμίζουν ότι όσο και αν προσπαθείς να κρατηθείς στο φως, τόσο θα κατρακυλάς πίσω στο σκοτάδι. Το σκοτάδι που εσύ επέλεξες, για να μην πληγώνεσαι από τους άλλους, να πληγώνεις η ίδια τον εαυτό σου.

Τι να πεις και τι να καταλάβεις. Παλεύεις ακόμη με τα δαιμόνια σου, που σαν Ερινύες σου κατατρώνε τα σωθικά, ό, τι έχει μείνει τουλάχιστον, ό, τι κατάφερε να επιζήσει. Εσύ όμως είσαι εδώ, δεν τα παρατάς, δεν το βάζεις κάτω. Το ξεπέρασες μια, δυο, τρεις, την τέταρτη ήσουν στην άκρη του γκρεμού και πάλι όμως βγήκες ζωντανή, και τώρα παλεύεις ακόμη. Νόμιζες θα τελείωνε όλο αυτό, νόμιζες ότι τα κατάφερες. Πόσο οικτρά πλανάσαι τελικά; Οι πληγές σου είναι ακόμη εδώ, σου υπενθυμίζουν κάθε ώρα και στιγμή το αίμα που πηχτό και μαύρο έτρεχε και εσύ σαν παιδάκι νόμιζες ότι είναι ψεύτικο. Δεν είσαι μικρή όμως, δεν είσαι παιδάκι. Τα παιδάκια δεν παίζουν με τους διαβόλους, δεν τους προκαλούν, δεν φτάνουν στο χείλος του γκρεμού με θέα την κόλαση. Μένουν στο φως. Έτσι έπρεπε να είχες κάνει και εσύ, αλλά δεν είχες κάποιον να σου δείξει το δρόμο. Και γοητευόσουν τόσο πολύ από την άγρια ομορφιά του θανάτου που δεν μπορούσες να αντισταθείς.

Το αποτέλεσμα; Κανένα. Απλά κάθε μέρα προσπαθείς να μη σαπίσεις, να μην λιώσεις κάτω από το μαύρο ήλιο της ύπαρξής σου. Και έως τώρα μια χαρά τα πας. Ο φόβος όμως όλα αυτά να τα ξαναζήσεις δε θα φύγει ποτέ. Till the end of all things. 

Monday, September 6, 2010

Once upon a love

Καθώς ταξίδευα στη μελωδία ενός πολυαγαπημένου τραγουδιού, αναρωτήθηκα… πώς αφήνεις μία σχέση, έναν άνθρωπο πίσω; Τι κάνεις για να τον ξεπεράσεις; Όταν νιώθεις τόσα πολλά, όταν τον κοιτάς μέσα στα μάτια και η ψυχή σου κελαηδά ψιθυριστά, πώς μπορείς να ξεχάσεις αυτό το συναίσθημα; Όταν κλαις μέσα στη νύχτα, όχι γιατί σε πλήγωσε, αλλά γιατί νιώθεις τόσο τυχερή που έζησες όλα αυτά και που υπάρχει –ή έστω υπήρχε - κάποιος, κάπου σε αυτόν τον κόσμο που σε αγαπάει όσο εσύ και σε σκέφτεται τα βράδια ξαγρυπνώντας, πού βρίσκεις τη δύναμη να τα αφήσεις όλα αυτά πίσω;

Η καρδιά σου ουρλιάζει γιατί μέσα στην τύχη σου είσαι άτυχη, επειδή δεν μπορείς να τον έχεις δίπλα σου και καταλαβαίνεις ότι τα συναισθήματά σας χάνονται μέσα στη φθορά του χρόνου, μέσα στα άπειρα χιλιόμετρα που σας χωρίζουν. Δεν μπορείς να το αλλάξεις, το επέλεξες, το αποδέχτηκε. Και τώρα τι; Γνωρίζεις καινούργιους ανθρώπους και μέσα σε αυτούς βλέπεις το πρόσωπό του, τα μάτια του, το χαμόγελό του και χάνεσαι. Όπου και αν πας, ακόμη και οι μικρές λεπτομέρειες σου θυμίζουν αυτόν και ό, τι ζήσατε μαζί. Γιατί το μυαλό δεν μπορεί να ξεχάσει, η ψυχή δεν μπορεί να αφήσει πίσω αυτό που την έκανε να τραγουδήσει μελωδίες ανείπωτες, νότες ονειρικές, μυρωδιές και εικόνες που την έκαναν να αγαλλιάσει και να κλαίει από χαρά.

Δύσκολο πράγμα να ξεχάσεις κάτι που τελικά με την πάροδο του χρόνου αντιλαμβάνεσαι ότι σε χάραξε βαθιά, σε πλήγωσε άπειρα, αλλά η τόση χαρά και ευτυχία που σε έκανε να νιώσεις δε συγκρίνεται με τα δάκρυα που έχυσες. Ναι άξιζε λες στον εαυτό σου, ναι θα το έκανες ξανά, ναι δεν θέλεις να ξεχάσεις. Δεν μπορείς όμως να το ξεπεράσεις, να προχωρήσεις. Τι κάνεις; Κοιτάς μπροστά. Πρέπει να το αφήσεις πίσω, να κρατήσεις μόνο ό, τι καλό έζησες, σαν φωτογραφίες φτιαγμένες από χρυσό, κορνιζαρισμένες στους τοίχους της κενής σου καρδιάς, φωτογραφίες στιγμών ανεκτίμητης αξίας, που μοιάζουν τόσο μακρινές και παλιές… Ξέρεις ότι η λάμψη του χρυσού σε αυτές μπορεί να χαθεί, να ξεθωριάσει, αλλά πάντα όταν θα τις κοιτάς θα λάμπουν για σένα, θα είναι ο δικός σου πολύτιμος μικρός θησαυρός.

Και μπορεί μια μέρα να ξαναβρεθείτε, να θυμηθείτε τα παλιά, να τα πείτε σαν δυο χαμένοι εραστές, ξεχασμένοι μέσα στο χρόνο, σκουριασμένοι από τη φθορά του και ίσως, ίσως να ξαναζήσετε ό, τι σας ένωσε, ό, τι σας πλήγωσε, σε έναν κόσμο όλο δικό σας, οι δυο σας. Ίσως να ξαναβρείτε τη χαμένη αγάπη και την ευτυχία που μόλις ακουμπήσατε, αλλά δεν προλάβατε να γευτείτε. Ίσως, ίσως…


Μα τώρα εσύ είσαι εδώ, αυτός εκεί. Οι ελπίδες σου σε συνοδεύουν κάθε βράδυ στα όνειρά σου σαν καράβι σε ταξίδι μακρινό, μέσα στο άγριο πέλαγος, το μυαλό σου. Και εσύ μοναχικός καπετάνιος προσπαθήσεις να βρεις το δρόμο σου μέσα στην νύχτα, αναπολώντας με δάκρυα να τρέχουν στα μάτια σου τις χαμένες στιγμές. Μα ξάφνου νιώθεις τη θέρμη μιας ηλιαχτίδας να σε κατακλύζει, ναι ξημερώνει και εσύ ξυπνάς σε ένα κρύο κρεβάτι, μόνη, μα η αίσθηση του ζεστού ήλιου βρίσκεται ακόμη στο μυαλό σου και συνεχίζεις σκεπτόμενη ότι πάντα το καινούργιο νησί στο οποίο θα σταματήσει το ονειρικό καράβι των ελπίδων σου, θα είναι πάντα το πιο ωραίο.