Tuesday, August 21, 2012

Εγώ είμαι η ψυχή σου.


Μην ουρλιάζεις μέσα στην ψυχή μου. Δεν αντέχω πια το θόρυβο που κάνει όταν σπάει το τείχος. Όταν γκρεμίζεται η άμυνα σου και όλα καταρρέουν. Σήκω σου λέω και σταμάτα να φωνάζεις. Τα αυτιά μου ματώνουν και οι πληγές δεν κλείνουν. Γιατί; Γιατί δε σταματάς; Τόσο πολύ με μισείς; Μα εγώ νόμιζα με αγαπούσες, ότι με σκέφτεσαι και ότι δε θες να μου κάνεις κακό. Και τώρα στέκεσαι εκεί και δε μιλάς. Θες εγώ να μιλήσω; Τα διαπεραστικά σου μάτια μου τρυπούν το σώμα, το βλέμμα αυτό της απαξίωσης και της ανωτερότητας με ξεπερνά.

Τι θέλεις από εμένα πια; Άφησέ με ήσυχη, μόνη. Η ανάσα σου τώρα είναι στο σώμα μου και με καίει. Μη με σπρώχνεις, δε θα με ρίξεις. Είμαι ήδη στο πάτωμα. Είμαι ήδη στο κενό. Μα εσύ παλεύεις μαζί μου μέχρι το τέλος. Δε μου επιτρέπεις να ανασάνω, με πνίγεις με όλο σου το είναι. Πες μου το ευχαριστιέσαι; Εκεί που φαντάστηκα ότι υπήρχε ειρήνη ανάμεσά μας, τελικά την πρόδωσες. Τόσος κόπος και εσύ τον κατέστρεψες πάλι. Και μαζί με την προδοσία σου μετράω και τις μέρες που άντεξες, να ξέρω την επόμενη φορά πόσο θα σου πάρει να με πληγώσεις πάλι.

Έχω όμως δύναμη αυτή τη φορά. Τώρα η πρόοδος ήταν σημαντική και δε σου επιτρέπω να γκρεμίζεις ό, τι έχτισα με κόπο. Ό, τι χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Τώρα εγώ σου φωνάζω γιατί με φέρνεις στα όριά μου. Δε με αφήνεις στην ησυχία και τη γαλήνη που τόσο ξέρεις πως ποθώ. Και φυσικά τώρα γελάς γιατί αυτό ήθελες, να με φέρεις στο τέρμα για άλλη μία φορά. Μα δε σε μισώ πια. Στο λέω κατάμουτρα δες! Ούτε σε φοβάμαι. Σε βλέπω και σε αισθάνομαι καθημερινά, έχω μάθει να ζω με τις ανασφάλειές σου και τις ανησυχίες σου. Είμαστε ‘ένα’ εγώ και εσύ, πρέπει να το συνηθίσεις και να προχωρήσεις πια.

Μην σκέφτεσαι το παρελθόν, επικεντρώσου μονάχα στο παρόν και πίστεψέ με δε θα το μετανιώσεις. Ξεσπάς επάνω μου τώρα και μου φωνάζεις, αλλά ξέρω πως δεν τα εννοείς αυτά που λες. Σε καταλαβαίνω, νιώθω τον πόνο και τη θλίψη σου, αλλά ήρθε η ώρα να αποδεχτείς όσα ποτέ δεν κατάφερες να παραδεχτείς. Ήρθε η ώρα σου λέω. Σταμάτα να κλαις και έλα να μ’ αγκαλιάσεις. Μαζί θα το περάσουμε και αυτό, αρκεί να σταματήσεις να γκρεμίζεις την ψυχή μου. Και όλα θα είναι καλύτερα, το υπόσχομαι. 

Wednesday, August 15, 2012

Όταν σταμάτησε ο Χρόνος.


Ο χρόνος σταμάτησε. Κοιτώ τον καθαρό ουρανό και τίποτε δε κουνιέται. Έχει και κάτι σύννεφα εκεί πάνω αλλά δεν κουνιούνται. Ποτέ μου δεν το’ χω δει αυτό. Είναι περίεργο. Και εγώ νιώθω περίεργα. Σαν το μυαλό μου να σταμάτησε. Σε εκείνη τη στιγμή όπου όλα περιστράφηκαν, αναποδογύρισαν και ηρέμησαν. Και βρέθηκα εγώ στον ουρανό να κοιτώ κάτω. Όλα πράσινα και μπλε και λίγο γκρίζα. Και όλα άλλαξαν.

Όταν όλα σταμάτησαν και ξεκίνησαν ξανά
Έβγαλα φτερά στην πλάτη μου, δε θυμάμαι το χρώμα μα δεν έχει σημασία. Πέρασα από ατέλειωτες γαλάζιες και λευκές πεδιάδες πετώντας, είδα γκρεμούς και καταποντισμούς, πόλεις να γκρεμίζονται και καταιγίδες να τις πνίγουν. Έζησα μέσα στους κεραυνούς και τις αστραπές. Άκουγα κάθε βράδυ τα μπουμπουνητά εκείνα που με τρόμαζαν μικρή. Ένιωσα σεισμούς και είδα τη Γη να ανοίγει στα δύο. Μα δε φοβήθηκα. Τίποτε δε με τρόμαζε όσο ήμουν εκεί πάνω. Είχα τα φτερά μου, δε χρειαζόμουν φαγητό και νερό γιατί η ομορφιά της Φύσης με χόρταινε και με ξεδιψούσε.

Όλα ήταν πανέμορφα και γέμιζαν τις μέρες μου με ευτυχία. Μα τότε άρχισα να νιώθω διαφορετικά. Ήθελα να μοιραστώ αυτό που έβλεπα με κάποιον. Κοιτούσα τριγύρω μου αλλά ήμουν μονάχη, ολομόναχη. Η όψη των πραγμάτων άλλαξε και εγώ μαζί τους. Ήθελα να κατέβω, να τελειώνει αυτό. Δεν την άντεχα τόση ευτυχία και ομορφιά. Δεν άντεχα να μην μπορώ να τη μοιραστώ. Για μέρες ολόκληρες έψαχνα τρόπο να κατέβω. Σκέφτηκα να κόψω τα φτερά μου, μα θα έπεφτα με δύναμη στη Γη. Προσπαθούσα να κατέβω από κορυφές βουνών και να αγγίξω με αυτόν τον τρόπο το έδαφος, μα κάθε φορά που ακουμπούσα καιγόμουν.

Μέρες ολόκληρες περνούσαν, μήνες και χρόνια προσπάθειας, ώσπου μία ημέρα κάτι παράξενο συνέβη. Κάτι φωτεινό ξεχώριζε στο βάθος του ουρανού. Δεν ήταν ο ήλιος, ούτε τα σύννεφα. Δεν ήταν βροχή μα ούτε και άνεμος. Ήταν κάποιος. Για μια στιγμή νόμιζα πως ήταν ένας άγγελος, μα δεν είχε τη μορφή αγγέλου. Ήταν άνθρωπος, μα τόσο φωτεινός που με τύφλωνε η αύρα του. Ερχόταν προς το μέρος μου και εγώ ένιωθα μαγνητισμένη από το φως του. Με πλησίασε και με κοίταξε. Χωρίς να μου μιλήσει καταλάβαινα. Μιλούσαμε, αλλά όχι με το στόμα. Γελούσαμε, αλλά δεν ακουγόμασταν. Κλαίγαμε, αλλά δεν είχαμε δάκρυα. Μονάχα κοιταζόμασταν και ξέραμε. Πώς ήρθαμε εκεί πάνω και πώς θα κατέβουμε. Όλα ήταν ξεκάθαρα πια. Με έπιασε από το χέρι και κατεβήκαμε στη Γη.

Ξάφνου όλα ξεκίνησαν να περιστρέφονται ξανά. Δε θυμόμουν τη διαδρομή και ένιωθα ζαλισμένη. Σα να ταξίδευα χρόνια κάπου μακριά. Μα τότε σε είδα. Ήσουν δίπλα μου και κοιτούσες μαζί μου τον ουρανό. Μου εξήγησες ότι έφυγα, με έψαξες αλλά δεν μπορούσες να με βρεις. Τότε κοίταξες ψηλά και με είδες. Μόνη και μελαγχολική σαν το φεγγάρι. Έψαχνες χρόνια τρόπο να βρεις να ανέβεις να μου μιλήσεις. Έμοιαζα, μου είπες, σαν πεφταστέρι που μονάχο κάνει βόλτες στον ουρανό. Όταν χαμογελούσα είχε καθαρό ουρανό και ήλιο, όταν έκλαιγα έβρεχε και όταν στενοχωριόμουν βαριά χιόνιζε. «Μα δεν είμαι Θεός», σου είπα. Με κοίταξες βαθιά, μου χαμογέλασες και ο Χρόνος σταμάτησε ξανά, αυτή τη φορά μαζί σου. Και όλα άλλαξαν. 

Wednesday, August 1, 2012

Βέλγιο είναι θα ξανάρθει!


Είναι συναρπαστικό να αντιλαμβάνεσαι ότι κράτη που βρίσκονται τόσο κοντά σου, είναι στην ουσία τόσο διαφορετικά από το δικό σου, ή έστω από αυτό που είσαι τώρα. Γιατί οι αποστάσεις τελικά δεν είναι τίποτα μπροστά στην ουσία της διαφορετικότητας και της μοναδικότητας που μπορείς να βρεις στον κόσμο τούτο.

Κράτα με γερά
Μία ημέρα του Ιούλη είχα την ευκαιρία να κάνω ένα μικρό ταξίδι (όπως προστάζει και ο τίτλος του ίδιου του μπλογκ), στο κοντινό Βέλγιο, να εδώ δίπλα στην συννεφιασμένη, μα τόσο μελαγχολικά όμορφη Ολλανδία. Κάπου εκεί στα μισά του δρόμου, όταν είχαμε περάσει κιόλας τα σύνορα - χωρίς κανείς να μας ελέγξει – με τη μία έβλεπες τη διαφορετική αρχιτεκτονική, τους λίγο πιο ‘ανώμαλους’ δρόμους, τις γαλλικές πινακίδες και φυσικά τον καθαρό ουρανό. Λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Ολλανδία και όμως ένιωσα έναν ανανεωτικό, χαλαρωτικό ίσως – διότι επρόκειτο για διακοπές, μην το ξεχνάμε – αέρα.

Ανάμεσα σε πράσινους λοφίσκους, φρεσκοβρεμμένες λεβάντες και βοσκοτόπια είχα τη χαρά να βρεθώ, έπειτα από τρεις ώρες ταξιδίου. Το δροσερό αεράκι συνόδευε τις ηλιόλουστες ανοιξιάτικες ημέρες στο επαρχιακό αυτό μέρος του Βελγίου. Μεταξύ ανανεωτικών ύπνων και σπιτικών φαγητών, ώρες ρεμβάσματος στο μπαλκόνι και χαλαρωτικών στιγμών κυλούσαν οι μέρες. Σε έναν τόπο όπου τίποτε δε σου αποσπούσε την προσοχή, ούτε ίντερνετ, ούτε τηλεόραση, ούτε κινητά. Όλα ανήκαν σε έναν άλλο μακρινό και αγχώδες κόσμο. Και εγώ μακριά του κατάφερα να επουλώσω κάτι στρεσαρισμένες πληγές που είχα μαζεμένες από το χειμώνα. Κανένα φάρμακο και κανένα αναλγητικό δε συγκρίνεται με την ησυχία που κρύβεται στην φύση, που μαγικά και εκστατικά σχεδόν σε ανανεώνει χωρίς καν να προσπαθεί.

Λίγα χιλιόμετρα περπατήματος μέσα στο δάσος ήταν αρκετά για να νιώσω την γαλήνη που αισθάνεσαι όταν η ψυχή σου ‘αγγίζει’ έστω και για λίγη ώρα την τελειότητα της φύσης. Καθαρός αέρας, στριφογυριστά δρομάκια και ένα χέρι να μου κρατά την πνοή, λες και αν με αφήσει θα σταματήσω να αναπνέω. Είναι πολλά αυτά που θα θυμάμαι. Στιγμές αποτυπωμένες σε ψηφιακά κάδρα, μουσικές σαν αυτές που μύρισα περπατώντας, ψιθυριστές αναμνήσεις να συντροφεύουν το δύσκολο χειμώνα που έρχεται και κάτι από το επαρχιακό Βέλγιο που είμαι σίγουρη ότι θα ξανάρθει.