Wednesday, August 15, 2012

Όταν σταμάτησε ο Χρόνος.


Ο χρόνος σταμάτησε. Κοιτώ τον καθαρό ουρανό και τίποτε δε κουνιέται. Έχει και κάτι σύννεφα εκεί πάνω αλλά δεν κουνιούνται. Ποτέ μου δεν το’ χω δει αυτό. Είναι περίεργο. Και εγώ νιώθω περίεργα. Σαν το μυαλό μου να σταμάτησε. Σε εκείνη τη στιγμή όπου όλα περιστράφηκαν, αναποδογύρισαν και ηρέμησαν. Και βρέθηκα εγώ στον ουρανό να κοιτώ κάτω. Όλα πράσινα και μπλε και λίγο γκρίζα. Και όλα άλλαξαν.

Όταν όλα σταμάτησαν και ξεκίνησαν ξανά
Έβγαλα φτερά στην πλάτη μου, δε θυμάμαι το χρώμα μα δεν έχει σημασία. Πέρασα από ατέλειωτες γαλάζιες και λευκές πεδιάδες πετώντας, είδα γκρεμούς και καταποντισμούς, πόλεις να γκρεμίζονται και καταιγίδες να τις πνίγουν. Έζησα μέσα στους κεραυνούς και τις αστραπές. Άκουγα κάθε βράδυ τα μπουμπουνητά εκείνα που με τρόμαζαν μικρή. Ένιωσα σεισμούς και είδα τη Γη να ανοίγει στα δύο. Μα δε φοβήθηκα. Τίποτε δε με τρόμαζε όσο ήμουν εκεί πάνω. Είχα τα φτερά μου, δε χρειαζόμουν φαγητό και νερό γιατί η ομορφιά της Φύσης με χόρταινε και με ξεδιψούσε.

Όλα ήταν πανέμορφα και γέμιζαν τις μέρες μου με ευτυχία. Μα τότε άρχισα να νιώθω διαφορετικά. Ήθελα να μοιραστώ αυτό που έβλεπα με κάποιον. Κοιτούσα τριγύρω μου αλλά ήμουν μονάχη, ολομόναχη. Η όψη των πραγμάτων άλλαξε και εγώ μαζί τους. Ήθελα να κατέβω, να τελειώνει αυτό. Δεν την άντεχα τόση ευτυχία και ομορφιά. Δεν άντεχα να μην μπορώ να τη μοιραστώ. Για μέρες ολόκληρες έψαχνα τρόπο να κατέβω. Σκέφτηκα να κόψω τα φτερά μου, μα θα έπεφτα με δύναμη στη Γη. Προσπαθούσα να κατέβω από κορυφές βουνών και να αγγίξω με αυτόν τον τρόπο το έδαφος, μα κάθε φορά που ακουμπούσα καιγόμουν.

Μέρες ολόκληρες περνούσαν, μήνες και χρόνια προσπάθειας, ώσπου μία ημέρα κάτι παράξενο συνέβη. Κάτι φωτεινό ξεχώριζε στο βάθος του ουρανού. Δεν ήταν ο ήλιος, ούτε τα σύννεφα. Δεν ήταν βροχή μα ούτε και άνεμος. Ήταν κάποιος. Για μια στιγμή νόμιζα πως ήταν ένας άγγελος, μα δεν είχε τη μορφή αγγέλου. Ήταν άνθρωπος, μα τόσο φωτεινός που με τύφλωνε η αύρα του. Ερχόταν προς το μέρος μου και εγώ ένιωθα μαγνητισμένη από το φως του. Με πλησίασε και με κοίταξε. Χωρίς να μου μιλήσει καταλάβαινα. Μιλούσαμε, αλλά όχι με το στόμα. Γελούσαμε, αλλά δεν ακουγόμασταν. Κλαίγαμε, αλλά δεν είχαμε δάκρυα. Μονάχα κοιταζόμασταν και ξέραμε. Πώς ήρθαμε εκεί πάνω και πώς θα κατέβουμε. Όλα ήταν ξεκάθαρα πια. Με έπιασε από το χέρι και κατεβήκαμε στη Γη.

Ξάφνου όλα ξεκίνησαν να περιστρέφονται ξανά. Δε θυμόμουν τη διαδρομή και ένιωθα ζαλισμένη. Σα να ταξίδευα χρόνια κάπου μακριά. Μα τότε σε είδα. Ήσουν δίπλα μου και κοιτούσες μαζί μου τον ουρανό. Μου εξήγησες ότι έφυγα, με έψαξες αλλά δεν μπορούσες να με βρεις. Τότε κοίταξες ψηλά και με είδες. Μόνη και μελαγχολική σαν το φεγγάρι. Έψαχνες χρόνια τρόπο να βρεις να ανέβεις να μου μιλήσεις. Έμοιαζα, μου είπες, σαν πεφταστέρι που μονάχο κάνει βόλτες στον ουρανό. Όταν χαμογελούσα είχε καθαρό ουρανό και ήλιο, όταν έκλαιγα έβρεχε και όταν στενοχωριόμουν βαριά χιόνιζε. «Μα δεν είμαι Θεός», σου είπα. Με κοίταξες βαθιά, μου χαμογέλασες και ο Χρόνος σταμάτησε ξανά, αυτή τη φορά μαζί σου. Και όλα άλλαξαν. 

2 comments:

a-prosar said...

Χαίρομαι να βλέπω σε έννοιες όπως ο χρόνος κεφαλαίο γράμμα. Φιλιά, κορίτσι!

Unknown said...

Χαίρομαι που συμφωνούμε!! Φιλιά και σε σένα αγαπητή!