Tuesday, January 14, 2014

Η ησυχία


Ησυχία απλώνεται τριγύρω μου. Απομακρυσμένοι θόρυβοι αυτοκινήτων προδίδουν πως ο κόσμος ακόμη γυρίζει. Τίποτα δεν σταματά στους παλμούς του δικού μου κόσμου.

Τα πουλιά κράζουν τον άνεμο ή μπορεί και τον ίδιο τους τον εαυτό. Μα εγώ δεν ακούω. Τροφή πουθενά και το κρύο καραδοκεί έτοιμο να ισοπεδώσει όσα έχουν χτίσει μέχρι τώρα. Κοφτές κραυγές, φωνές αντανακλά το παράθυρο και ο άνεμος σφυρίζει δυνατά. Μα εγώ δεν ακούω.

Κάτι τρίζει σιγανά μέσα στους τοίχους. Να είναι η πεθαμένη σιωπή ενός παλιού κόσμου; Αυτού που δεν κατάφερε να αφήσει το σημάδι του; Μήπως είναι οι παλμοί του παρόντος; Οι δικοί μου ασθενείς χτύποι μέσα από το κενό του λευκού τοίχου. Ή μήπως οι ξεχασμένοι άνθρωποι, οι μορφές εκείνες που ξεπεράστηκαν μέσα στο χρόνο, που τσαλαπατήθηκαν στην δίνη της λήθης;

Όλα αυτά και άλλα τόσα. Λίγα από τα δισκάκια της μαμάς, ένα ποτήρι κονιάκ, μία φωτογραφία. Κάτι παλιό αναζητά την θέση του σε έναν φρενήρη κόσμο. Η καρέκλα έχει κουραστεί από τον σκόρο, οι κλωστές της κουρτίνας περιμένουν να τις αλλάξω. Μονάχα τα παλιά τετράδια θέλουν κάτι να μου πουν. Να μου υπενθυμίσουν αθόρυβα όλα εκείνα που κάποτε φώναζα με πάθος και που τώρα κρύφτηκαν κάτω από τόνους μελάνι.

Χαρτιά σκισμένα και τέμπερες στεγνές. Όλα ησυχάζουν μπροστά στον πόνο του μυαλού. Κανένας ήχος δεν πηγάζει από αυτά που διαλέγω. Όλα βουβά.

Ο ήλιος που κρύφτηκε πίσω από τα γκρίζα σύννεφα κάτι προσπαθεί να μου ψιθυρίσει. Ακούω ένα αχνό «Να γελάς…» καθώς δίνει τη θέση του σε μία ύποπτη βροχή.

«Να γελάς» λέω στον τοίχο την ώρα που ανοίγω με βρόντο το παράθυρο και όλα όσα νόμιζα βουβά αρχίζουν ξανά να μου μιλούν με τόλμη.

«Γελάω, με βλέπεις;», φωνάζω δυνατά στον ήλιο που σκίζει τα σύννεφα για να φτάσει και να ζεστάνει το χλωμό μου πρόσωπο.


Και όλα ξεκινούν και πάλι από την αρχή.

Vicky Griva Photography ©