Monday, November 28, 2011

Μία θλιβερή ιστορία (μέρος Ά)


Ήταν αέρινη και όμορφη. Αλλά είχε πάντα ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο που δεν ήταν χαράς, ούτε ευτυχίας. Ήταν μελαγχολίας. Έτσι χλωμή που ήταν σε τραβούσε η ομορφιά της. Μία ομορφιά αλαβάστρινή αλλά και τόσο εύθραυστη. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήταν πάντα τόσο μελαγχολική, ίσως γιατί  η ζωή δεν της φέρθηκε ποτέ όπως θα έπρεπε. Αλλά σε ποιον φέρεται; Μου μιλούσε και εγώ χανόμουν στα κατάμαυρά της μάτια και τα κυματιστά σκούρα της μαλλιά. Τόσο όμορφη! Και τόσο μελαγχολική…

Τι να κρύβουν αυτές οι βαριές βλεφαρίδες; Τι βάσανα να κουβαλάν αυτά τα μαρμάρινα χέρια; Σαν αρχαιοελληνική μορφή που ξέρει να επιβάλλεται, πάντα έμπαινε στο χώρο και δεν μπορούσες να τραβήξεις τα μάτια σου από πάνω της. Είχε κάτι το μαγικό, το εξωπραγματικό. «Πόσοι άντρες θα είναι ερωτευμένοι μαζί της;», σκέφτηκα. Αληθινά ερωτευμένοι με κάτι αληθινά όμορφο. Πολλοί.

Μαγεμένη από την ομιλία της και την μοναδική της ομορφιά, τη ζήλευα. Όχι με τον κακό τρόπο, γιατί ξέρω ότι όλοι μας είμαστε μοναδικοί και όμορφοι με το δικό μας τρόπο. Τη ζήλευα και τη λυπόμουν, για αυτή της τη μελαγχολία, που πολλούς τους ασχημαίνει. Αυτήν όμως την ομόρφαινε όλο και πιο πολύ. Σαν να ήταν βγαλμένη από παραμύθι. Σαν να μη τη χωρούσε ο τόπος. Σαν να ήθελε να φύγει μακριά, να γλιτώσει από κάτι που την κατέτρωγε.

Στην άκρη της κλωστής
Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιο λόγο έγινε ό, τι έγινε. Κάποιο κρύο πρωί του Γενάρη ήρθε να με επισκεφτεί να μου πει κάτι. Δε φαντάστηκα ποτέ τι θα ήταν αυτό. «Έχω καρκίνο, βαριάς μορφής, μου δίνουν 6 μήνες». Κοκάλωσα. Δεν ήξερα τι να πω, τι να κάνω. Να την παρηγορήσω. Ακόμη και μπροστά στην επιβλητικότητά της όταν μου το ανακοίνωνε, έβλεπες μία ανησυχία πίσω από αυτό το πρόσωπο. Μία αγωνία, αλλά και μία ανακούφιση, σαν να το ήξερε, σα να το περίμενε. Έκλαψα. Πολύ. Με κοιτούσε ανέπαφη και όμορφη όπως πάντα σαν να περίμενε να τελειώσω. Όταν ηρέμησα τη ρώτησα τι θα κάνει. «Ό, τι κάνουν όλοι, υπομονή και φυσικοθεραπεία». Τόσο απλά και ήρεμα. Νευρίασα. «Μα πώς είσαι τόσο ήρεμη;;; Πως;;». «Όλα γίνονται για κάποιο λόγο», μου αποκρίθηκε. «Και εγώ είμαι έτοιμη να βρω αυτό το λόγο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο… θα τον βρω».

Ήμασταν πολύ καλές φίλες. Μαζί χρόνια. Τη γνώρισα σε ένα από τα ταξίδια μου. Ήρεμος και απλός άνθρωπος. Ποτέ δεν προκαλούσε, ποτέ δε νευρίαζε, το αντίθετο από εμένα – πάντα νευρική, πάντα αντιδραστική. Και το παραλήρημα μόλις ξεκινούσε. Γιατί σε αυτήν, γιατί τώρα; Στον άνθος της ηλικίας της.. Πάντα σωστή σε όλα, πάντα αγαπητή, πάντα όμορφη… ερωτηματικά και απορίες μου περνούσαν από το μυαλό και δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό μου σα μυριάδες μαχαίρια να μου κόβουν το πρόσωπο. Δεν το άντεχα, δεν το δεχόμουν. Έβριζα θεούς και δαίμονες, έσπαζα πράγματα, χτυπιόμουν, εξοργιζόμουν.

Όταν ηρέμησα της είπα «Θα το παλέψουμε, μαζί, μέχρι το τέλος. Δεν σου αξίζει, θα το παλέψουμε». Μου έγνεψε και έπειτα με αγκάλιασε. Το άρωμά της μου γέμισε ελπίδες, με το χαμόγελό της ηρέμησα, αγαλλίασα. «Μα τι άνθρωπος!», σκέφτηκα. Και κάπου εκεί αποφασίσαμε να το παλέψουμε μαζί, όσο πάει, στα όμορφα και στα δύσκολα. Σε όλα, μαζί. 

Saturday, November 19, 2011

Μια διαδρομή με νόημα


Κάποιοι τρέχουν να προλάβουν, κάποιοι τρέχουν να σωθούν, κάποιοι για να ζήσουν και κάποιοι για να μη νιώσουν. Εγώ δεν ανήκω σε καμία κατηγορία και σίγουρα δεν είναι μονάχα αυτές. Αλλά όλοι από κάπου τρέχουμε, είτε γιατί το θέλουμε, είτε γιατί πρέπει. Βιασύνες και λάθη, και όλο τρέχουμε σαν λυσσασμένοι. Να προλάβουμε τι; Τη ζωή που θέλουμε μη μας φύγει; Ή τη ζωή που μας πάσαραν τόσο εύκολα και απλά;

Δεν ξέρω την απάντηση, αλλά ούτε και εσύ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω εγώ να αποφασίζω, εγώ να πράττω, εγώ να ζω. Για μένα ή για τους άλλους δεν έχει σημασία, εγώ θα το αποφασίσω, και όχι κάποιος άλλος. Και δε θέλω πια να τρέχω χωρίς λόγο, δε θέλω δάνεια και ψεύτικες υποχρεώσεις, θέλω να ζω ήρεμα και όμορφα, όπως ακριβώς εγώ το φαντάζομαι. Είτε είναι εδώ ή κάπου αλλού δεν έχει σημασία, αρκεί να είναι κάπου που θέλω εγώ, μονάχα εγώ. Χωρίς φόβο και πάθος!

Μια ζωή μαζί
Και να τρέχω για μένα και σένα, μακριά από όλα αυτά που φοβάμαι και δεν μπορώ να παραδεχτώ. Μακριά από αυτά που δεν αντέχω πια και μισώ. Μαζί μακριά, αλλά μαζί. Και σταματώ να σκέφτομαι και κυρίως να φοβάμαι, έστω και για λίγο. Να συλλογίζομαι και να αναπολώ. Το μόνο που πρέπει είναι να προσπαθώ και να ζω. Χωρίς αναστολές. Χωρίς ψέματα. Αληθινά και ντόμπρα, όπως ακριβώς θέλω εγώ, ακούγοντας μονάχα την καρδιά και τα όνειρα που έκανα παιδί. Έχοντας αξίες και ιδανικά για μια ζωή. Έχοντας μια οικογένεια σαν αυτή που μου πρόσφεραν, να μεγαλώσω αληθινά και με αγάπη, χωρίς ανασφάλειες και συμβιβασμούς. Να είμαι ο εαυτός μου. Εγώ, με τις περιέργειές μου και τις ιδιαιτερότητές μου, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά μου, με όλα αυτά που με κάνουν ‘τρελή’, ‘αλλοπαρμένη’ και μοναδική. Όπως είμαστε όλοι μας, όμορφοι και μοναδικοί.

Γιατί τι νόημα έχει να ζεις όπως θέλουν οι άλλοι; Τι νόημα έχει να είσαι ίδιος με όλους τους άλλους; Ένα με το πλήθος, εάν δεν είσαι ο εαυτός σου στην τελική; Κανένα νόημα. Τη ζωή μας την κάνουμε εμείς, με τις επιλογές και τα όνειρα μας, με τις επιθυμίες και τις πράξεις μας, με την αγάπη για τον εαυτό μας και τους γύρω μας, με το σεβασμό προς κάθε τι, εμάς, τη Φύση, τη ζωή που κυριαρχεί παντού και πάντα. Τη Ζωή Μας.

*For the one that makes me get through. 

Sunday, November 13, 2011

Κάποιος, κάπου, κάποτε


Μία πριγκίπισσα ήρθε κάποτε και με ρώτησε, «Γιατί περιμένεις να ζήσεις; Γιατί το κάνεις αυτό; Νομίζεις πως η ζωή σου θα αλλάξει από μόνη της;». Ξαφνιάστηκα. Δεν περίμενα να με επισκεφτεί. Πόσο μάλλον να μου πει αυτά τα λόγια. Ποια είναι αυτή που τα λέει αυτά; Που είναι φυλακισμένη μέσα στο ίδιο της το παλάτι! Άλλοι καιροί τότε θα μου πείτε… άλλοι και καλύτεροι, πιο όμορφοι, πιο ευγενικοί, πιο αγνοί.

Και συνέχισε: «Μη γίνεις σαν εμένα, κλεισμένη στον πύργο μου, που είναι σα μπουντρούμι, μην αφεθείς στην ευκολία της ηττοπάθειας, περιμένοντας κάποιον χαμένο πρίγκιπα να σε σώσει, πρέπει μόνη σου να το κάνεις αυτό με ακούς;;;», και ξέσπασε σε λυγμούς. Εγώ μη ξέροντας τι να κάνω, την πήρα αγκαλιά και προσπάθησα να την καθησυχάσω. Μα πως στο καλό το κάνεις αυτό σε μία πριγκίπισσα που έχει ζήσει αιώνες πριν, που έχει δει χώρες να γκρεμίζονται και βασιλιάδες να βασιλεύουν;

Μελαγχολία μου γλυκιά, μην ανθίσεις ξανά
Μία αγκαλιά ήταν αρκετή για να την ησυχάσω. Σκεπτόμενη και εγώ τα λεγόμενά της, προσπάθησα να βάλω σε μία τάξη όλα αυτά που ταλαιπωρούν το μικρό μου μυαλουδάκι τα τελευταία 24ωρα. Αγωνία για το τίποτα. Κούραση ψυχολογική και διανοητική, με όλα αυτά που ακούγονται και γράφονται, με όλα αυτά που δεν μπορούμε να κάνουμε, με τη μισή ζωή που ζούμε. Επιζητώ και εγώ την αλλαγή, όπως όλοι. Η οποία όμως δεν έρχεται ποτέ…! «Θα έρθει», μου λέει και ξαπλώνει να ξεκουραστεί. «Και να ξέρεις, τίποτα δεν έχει σημασία αν δεν έχεις την αγάπη, γιατί αυτή είναι η πραγματική ουσία, η αλήθεια στη ζωή».

«Πόσο δίκιο έχει», σκέφτηκα. Τι να τα κάνω τα λούσα και τα χρήματα, τι να την κάνω την τέλεια δουλειά και τους πολλούς του φίλους, αν δεν έχω γνωρίσει την αληθινή αγάπη, αν δεν έχω νιώσει πως είναι να αγαπάς και να αγαπιέσαι… πολύ ρομαντικό, ναι! Αλλά πέρα για πέρα αληθινό. Γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να βρουν το άλλο τους μισό, για να αγαπηθούν και να μοιραστούν τη ζωή τους μαζί του. Γιατί ακόμη και αν έχεις τα πάντα φαινομενικά, κάποια στιγμή θα νιώσεις αυτό το κενό της μοναξιάς, αυτή την ‘τρύπα’ στην ψυχή, αυτό το τίποτα. Η μοίρα μας είναι η αγάπη και μόνο η αγάπη. Ούτε έρωτες εφήμεροι, ούτε ψεύτικοι φίλοι, ούτε δειλοί συγγενείς, μόνο αγάπη αληθινή.

Και να’ μαι εδώ, με μία χαμένη στο χρόνο πριγκίπισσα, να μου δίνει συμβουλές. Χαμένη και εγώ σε αυτό που λέγεται πραγματικότητα. Χαμένη πέρα για πέρα σε ένα μακρινό πύργο με κάποιο δράκο να με κρατάει φυλακισμένη, το δικό μου δράκο, τον ίδιο μου τον εαυτό. Φόβοι και ανησυχίες μεταμορφώνονται, ελπίδες και σχέδια ματαιώνονται, μέχρι να έρθει να με πάρει και εμένα ο δικός μου μοναχικός πρίγκιπας, και ας μην είναι με το άσπρο  του άλογο. Εμένα το μόνο που με νοιάζει είναι να έρθει να με σώσει. 

Wednesday, November 9, 2011

Όλα αλλάζουν, εμείς;


Όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Αξίες, θεσμοί, ήθη, έθιμα, συμπεριφορές, ακόμη και οι ίδιοι  οι άνθρωποι. Όλα αλλάζουν και όλα σιγά σιγά γκρεμίζονται. Όνειρα, προσωπικές επιλογές, στόχοι αλλάζουν. Όχι  επειδή το θέλω εγώ, αλλά επειδή το θέλουν αυτοί. Όλοι κάνουν διάλογο χωρίς κανένα αποτέλεσμα, γιατί; Και ξαφνικά η μπάλα γυρίζει στο λαό. Όλα αλλάζουν.

Τι θα γίνει τελικά; Δεν  μπορείς να ξέρεις γιατί οι εξελίξεις τρέχουν μανιωδώς και πρέπει να τις προλάβεις. Ειδήσεις όλη μέρα στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, στα ραδιόφωνα λέγονται και γράφονται χωρίς καμία σημασία. Είναι και αυτές κομμάτι του ‘τίποτα’, του κενού που χαρακτηρίζει τη χώρα αυτή. Και πόσο λυπάμαι δε λέγεται, αλλά και πόσο θέλω να φύγω από εδώ επίσης δε λέγεται.

Η ελευθερία του λόγου γενικώς έχει ξεφύγει,  ειδικά όσον αφορά το διαδίκτυο. Ο καθένας γράφει ο, τι του καπνίσει. Άκου εκεί φήμες για πραξικόπημα! Διαδικτυακή τρομοκρατία και ιντερνετική ψυχολογική βία. Εκεί φτάσαμε. Πουθενά δεν ελέγχουν όσα γράφουν. Ό, τι δουν από ξένα πρακτορεία και άκυρα μπλογκ το αναπαράγουν. Είναι αυτό δημοσιογραφία; Για να σοβαρευτούμε λίγο, ή γράφεις την γνώμη σου εμπεριστατωμένα ή μια είδηση που έχει βάσεις και την έχεις ελέγξει. Και όσα έχουν γραφτεί τις τελευταίες μέρες είναι απλώς τραγικά. Γιατί σε περιόδους κρίσεων (καλή ώρα), μερικοί επωφελούνται χρησιμοποιώντας το φόβο της μάζας, προκειμένου να αναπαράγουν ειδήσεις ασταθείς με μοναδικό σκοπό να διαβαστούν επειδή σκορπίζουν τον πανικό. Απαράδεκτο.

Είναι τόσο όμορφο να διατυπώνονται όλες οι απόψεις, αλλά όχι με σκοπό να προκαλέσουν σύγχυση και πανικό σε μία κοινωνία όπου αξίες και θεσμοί καταρρίπτονται, όπου ο πολιτικός κόσμος βρίσκεται σε συνεχή αναταραχή, όπου ο λαός βράζει και τα μέσα προκαλούν. Αντί να υπηρετούν την ενημέρωση και την αλήθεια, αναπαράγουν ό, τι σκουπίδι τους προσφέρεται. Αν είναι έτσι εγώ αρνούμαι να μπω σε αυτό το σύστημα και να γράφω ψέματα και ανακρίβειες. Ειλικρινά.

Γι’ αυτό λοιπόν, ας αλλάξουμε λίγο τον τρόπο που σκεφτόμαστε εμείς που ασχολούμαστε με την ενημέρωση, που έχουμε μία κάποια ‘δύναμη’. Γιατί αργά ή γρήγορα, και ειδικά τώρα με τα νέα μέσα, ο λαός θα αντιληφθεί – αν δεν το έχει κάνει ήδη – ότι τον κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια του και θα αντιδράσει. Και τότε να σας δω. 

Thursday, November 3, 2011

Μνήμες παιδικές...


Όλοι έχουμε μνήμες από την παιδική μας ηλικία, άλλοι τις ξεχνάμε, και άλλοι τις αναπολούμε για διάφορους λόγους, κυρίως υποσυνείδητα. Έτσι είμαι και εγώ. Το υποσυνείδητό μού φέρνει εικόνες παλιές, ξεθωριασμένες και ξεχασμένες. Τόσο ξεχασμένες που πολλές φορές νομίζω ότι αυτά τα έζησε κάποιο άλλο παιδί τότε.

Όμως είναι δικές μου μνήμες, όλες δικές μου και μοναδικές. Μερικές αλλοιωμένες από την πάροδο του χρόνου και μερικές τόσο φρέσκιες, λες και έγιναν μόλις χτες. Πολλές με επισκέπτονται το βράδυ στα όνειρά μου και μου κάνουν καμώματα ότι τις ξέχασα, ότι το παιδί μέσα μου αργοπεθαίνει, γιατί η καθημερινότητα μου το φθείρει, το σκοτώνει. Πολλές έρχονται απρόσμενες μέσα στη μέρα να μου υπενθυμίσουν κάποια στιγμή της παιδικής μου ηλικίας, η οποία δεν ‘κολλάει’ καθόλου με την επικαιρότητα της ενήλικης ζωής μου και αναρωτιέμαι... τι δουλειά έχουν μέσα στους διαδρόμους του μυαλού αυτές οι μνήμες παντελώς απρόσκλητες;

Τσαχπίνες και ζόρικες μερικές ομολογώ. Και εισέρχονται στο μυαλό μου. Παιχνίδια ατελείωτα κάτω από καυτό ήλιο, συζητήσεις για ό, τι μπορείς να φανταστείς, σχολείο, μπάλα, ποδήλατο, διάβασμα, παιχνίδι και πάλι παιχνίδι. Ανέμελες στιγμές που με επισκέπτονται συχνά, σαν να θέλουν κάτι να μου πουν. ‘Γιατί με ταλαιπωρείτε; Δεν καταλαβαίνω’ τις ερωτώ. ‘Πρέπει να θυμάσαι’ μου απαντούν, ‘Πρέπει να μη ξεχάσεις ποτέ, όσο χρόνια και αν περάσουν’. ‘Μα γιατί;’ απορώ σαστισμένη. ‘Γιατί οι μνήμες σου από τότε είναι εσύ, είναι αυτό που ήθελες να γίνεις, όμορφα και ταπεινά ιδανικά που τα ξεχνάς’. Κοκάλωσα. Πόσο δίκιο είχαν.

Ξεχασμένες, φθαρμένες μνήμες μέσα στο χρόνο...

Και θυμήθηκα. Αυτό που πάντα ήθελα να γίνω, αυτά που ονειρευόμουν να ζήσω, να δω, να μυρίσω, να γευτώ. Άστρα και χρυσόσκονες, ζωγραφιές και μουσική. Διαδρομές και μονοπάτια, φίλοι και εχθροί. Όλα μαζί με κάνουν αυτό που είμαι τώρα. Αυτά που έζησα τότε είναι το παρόν μου. Και αντιλαμβάνομαι, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο είμαστε όλοι αντανάκλαση του παιδικού εαυτού μας, γι’ αυτό δεν πρέπει να τον ξεχάσουμε ποτέ, να μην τον εγκαταλείψουμε ποτέ.

Αυτό το ντροπαλό κοριτσάκι της δεκαετίας του 90, είμαι εγώ στο 2011. Με τις αναστολές και τις σκέψεις του παρόντος, με τους φόβους και τα όνειρα του τότε, με τις ευκαιρίες και τις ελπίδες του μέλλοντος. Και εύχομαι ποτέ να μην ξεχάσω αυτό το μικρό κορίτσι. Που τόση δίψα είχε για ζωή και ατελείωτο παιχνίδι, για γνώση και καινούργια πράγματα, που τώρα χάνει το δρόμο σιγά σιγά μέσα σε κουρέματα, επαναδιαπραγματεύσεις, ανεργία, κοινωνική κατάπτωση, δημοψηφίσματα και μούντζες. Γιατί η ζωή είναι ένα ατελείωτο παιχνίδι, όπως τότε, μόνο που εμείς βάζουμε τους κανόνες τώρα και όσοι τους ακολουθούν παίζουν μαζί μας, όσοι τους παραβιάζουν τα ‘φυλάνε’ στη γωνία.