Οι μέρες περνάνε, οι ώρες περνάνε. Στιγμές χάνονται και γίνονται στάχτη μέσα στη φωτιά του χρόνου και εσύ εδώ προσπαθείς να βρεις τα χαμένα κομμάτια του εαυτού σου που έχασες σε μια πορεία στρωμένη μόνο από στάχτη και καρφιά. Καρφιά που μπήγονται στα πόδια σου τόσο βαθιά και σε ματώνουν, εσύ όμως δε νιώθεις πόνο πια. Δε νιώθεις το αίμα να κυλάει στο δέρμα σου. Νιώθεις μόνο να μυρμηγκιάζεις σε όλη σου την ύπαρξη, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι όσα πέρασες σε στοιχειώνουν ακόμη, δε σε αφήνουν ήσυχη, είναι εκεί σα φαντάσματα του παρελθόντος, σκέψεις σκοτεινές, σκέψεις τρελές, τύψεις.
Νομίζεις ότι όλα μπορείς να τα ξεπεράσεις, ναι είναι αλήθεια. Ο χρόνος όλα τα γιατρεύει, όχι όμως αυτό. Κάθε μέρα, όλη μέρα, δευτερόλεπτο στο δευτερόλεπτο ξεπροβάλλει εκεί δίπλα σου, σα σκιά και σου υπενθυμίζει ότι θα είναι εκεί για πάντα. Στα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού σου να μαυρίζει τα όνειρά σου και να τρυπάει τις φλέβες σου, δηλητηριάζοντας ότι ωραίο έχεις κατακτήσει έως τώρα. Δεν είναι άλλος, δεν είναι ξένος, είναι ο εαυτός σου, αυτός ο εαυτός που εσύ επέτρεψες να δημιουργηθεί και να καλλιεργηθεί μέσα στην ψυχή σου. Τι τρομακτικό που είναι αυτό! Να φοβάσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, τα όνειρα σου… γιατί; Γιατί ξέρεις ότι όσο χαρούμενη και να είσαι, στο υποσυνείδητο σου έχουν χαραχτεί τόσο άσχημες αναμνήσεις, τις οποίες εσύ έχεις ξεχάσει, αλλά σε επισκέπτονται στα όνειρα σου σα δαιμονισμένοι άγγελοι και σου υπενθυμίζουν ότι όσο και αν προσπαθείς να κρατηθείς στο φως, τόσο θα κατρακυλάς πίσω στο σκοτάδι. Το σκοτάδι που εσύ επέλεξες, για να μην πληγώνεσαι από τους άλλους, να πληγώνεις η ίδια τον εαυτό σου.
Τι να πεις και τι να καταλάβεις. Παλεύεις ακόμη με τα δαιμόνια σου, που σαν Ερινύες σου κατατρώνε τα σωθικά, ό, τι έχει μείνει τουλάχιστον, ό, τι κατάφερε να επιζήσει. Εσύ όμως είσαι εδώ, δεν τα παρατάς, δεν το βάζεις κάτω. Το ξεπέρασες μια, δυο, τρεις, την τέταρτη ήσουν στην άκρη του γκρεμού και πάλι όμως βγήκες ζωντανή, και τώρα παλεύεις ακόμη. Νόμιζες θα τελείωνε όλο αυτό, νόμιζες ότι τα κατάφερες. Πόσο οικτρά πλανάσαι τελικά; Οι πληγές σου είναι ακόμη εδώ, σου υπενθυμίζουν κάθε ώρα και στιγμή το αίμα που πηχτό και μαύρο έτρεχε και εσύ σαν παιδάκι νόμιζες ότι είναι ψεύτικο. Δεν είσαι μικρή όμως, δεν είσαι παιδάκι. Τα παιδάκια δεν παίζουν με τους διαβόλους, δεν τους προκαλούν, δεν φτάνουν στο χείλος του γκρεμού με θέα την κόλαση. Μένουν στο φως. Έτσι έπρεπε να είχες κάνει και εσύ, αλλά δεν είχες κάποιον να σου δείξει το δρόμο. Και γοητευόσουν τόσο πολύ από την άγρια ομορφιά του θανάτου που δεν μπορούσες να αντισταθείς.
Το αποτέλεσμα; Κανένα. Απλά κάθε μέρα προσπαθείς να μη σαπίσεις, να μην λιώσεις κάτω από το μαύρο ήλιο της ύπαρξής σου. Και έως τώρα μια χαρά τα πας. Ο φόβος όμως όλα αυτά να τα ξαναζήσεις δε θα φύγει ποτέ. Till the end of all things.
3 comments:
Και τι δεν θα έδινα να ήμουν για λίγο παιδάκι..
Everything that lives has to die
Post a Comment