Ποίηση για το τώρα και το μετά-Φωτογραφικές εντυπώσεις-Μικρές Ιστορίες για άλλους καιρούς --
Poetry for the now and the after-Photographic impressions-Short Stories for other times- Experiments on Literature
Η ζωή ενός ταξιδιώτη χαρακτηρίζεται από πολλαπλές καθημερινές
εκπλήξεις και συνεχή έκθεση σε νέους και ενδιαφέροντες πολιτισμούς. Όταν έχεις ζήσει
σε πολλά μέρη στον κόσμο, η έκθεση αυτή γίνεται χωρίς σκέψη, και η απορρόφηση των
εκάστοτε πολιτισμικών ερεθισμάτων, αυτόματα. Έχεις δημιουργήσει έναν ειδικό
μηχανισμό που όταν συμβαίνει κάτι γύρω σου, αντί να το κοιτάξεις καχύποπτα, το
αγκαλιάζεις με απέραντη χαρά, και ας μη σου αρέσει πραγματικά.
Η ζωή μας σαν Έλληνες είναι γαλουχημένη με την ορθόδοξη
θρησκεία, ανεξαρτήτως εάν πιστεύουμε η όχι πραγματικά ή όπως θα ήθελαν οι
γιαγιάδες μας. Η θρησκεία είναι τόσο εμποτισμένη στην καθημερινότητά μας, που
δεν μπορούμε παρά να την ακολουθήσουμε. Οι αργίες, τα έθιμα, τα ήθη που
προέρχονται από τους προγόνους μας, έχουν συντηρηθεί με επιτυχία, αποτυγχάνοντας
βέβαια, ορισμένες φορές να συμβαδίσουν με τα γρήγορα βήματα της κοινωνίας. Όλα αυτά
συνάδουν στο να θεωρούμαστε κατά βάση ‘θρησκευτικός’ λαός και εξαιρετικά
δεμένος με τη θρησκεία, όσο και αν αυτό δε μας αρέσει.
Πριν δύο χρόνια έζησα ένα διαφορετικό Πάσχα μακριά από την
οικογένεια, στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο Φανάρι. Σε μία σεμνή και
ταπεινή τελετή μαζί μου βρισκόταν ένας Τούρκος και ένας Ολλανδός, οι οποίοι εκ
των πραγμάτων δεν ένιωσαν το ίδιο δέος με το δικό μου, όχι θρησκευτικό, αλλά
πνευματικό. Ήταν περισσότερο μία τουριστική ατραξιόν η Εκκλησία, παρά ναός
προσευχής για αυτούς. Έτσι ήταν όμως και για μένα. Χωρίς να έχω κάποιον να
μοιραστώ τα συναισθήματα μου, κάποιον που να με καταλάβει, έχασα την ουσία,
χωρίς να μπορέσω έπειτα από αυτό να την ξαναβρώ.
Τα χρόνια πέρασαν και πολλά άλλαξαν. Αντιλήφθηκα μέσω δικής
μου ενδοσκόπησης και εξωτερικών ερεθισμάτων, πως η θρησκεία και - δη η ορθόδοξη
- βασίζεται σε σαθρά θεμέλια και χαρακτηρίζεται από μία υποκρισία (το λιγότερο)
εκ μέρους της πάμπλουτης και καθόλου ταπεινής μας Εκκλησίας. Κάπου εκεί
σταμάτησα να ‘πιστεύω’ σε αυτή, δίνοντας βάση στον εαυτό μου και όπως εγώ θα ήθελα να πιστεύω είτε στο Χριστό
είτε στο Βούδα. Και κατάφερα να χτίσω μία σχέση ολότελα δική μου, στη δύναμη
που θεωρώ εγώ πως με βοηθά καλύτερα στο να αντιμετωπίζω και να ξεπερνώ τις όποιες
δυσκολίες στη ζωή μου.
Κάπως έτσι ανέπτυξα μία πιο ισχυρή πίστη και αγάπη προς εμένα
και τις πράξεις μου, μα κυρίως έγινα πιο δυνατή απέναντι σε εξωτερικού
κινδύνους. Οι θεωρίες που αναπτύσσει ο καθένας μας για τη θρησκεία είναι
μοναδικές και κάθε άτομο ερμηνεύει διαφορετικά τα όποια ερεθίσματα εκλαμβάνει,
τόσο στα παιδικά και τα εφηβικά, αλλά κυρίως στα ενήλικα χρόνια της ζωής του. Έτσι
και εγώ έμαθα να δέχομαι τους άλλους όπως είναι, όπου και αν πιστεύουν, χωρίς
να αλλοιώνω τη δική μου ‘θρησκευτική’ ταυτότητα.
Για αυτό το λόγο θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να γνωρίσω νέες
μορφές θρησκείας, όχι γιατί ‘ψάχνομαι’, αλλά γιατί η περιέργεια του ταξιδιώτη να γνωρίζει όλα τα ήθη και τα έθιμα της χώρας
που διαμένει, είναι πολύ δυνατή μέσα μου. Έτσι λοιπόν κίνησα για ένα αλλιώτικο Πάσχα, ένα ‘ολλανδικό’ Πάσχα, σίγουρα διαφορετικό από την δική μας κυριακάτικη κραιπάλη (ας μη θυμηθώ το περσινό θεέ μου). Ακολούθησα λοιπόν την
δεύτερη ‘μανούλα’ μου στην Εκκλησία για να δω και εγώ τι κάνουν κάποιοι από τους
Ολλανδούς την Κυριακή του Πάσχα.
Αυτό που εξέλαβα ως εμπειρία ήταν πολύ δυνατό. Μου πήρε
χρόνο να καταλάβω που ακριβώς βρισκόμουν, διότι οι ‘τελετές’ τους γίνονται σε απλά
κτίρια, αφού θεωρούν πως δεν έχει σημασία που βρίσκεσαι αν πιστεύεις στο Θεό. Η
διαδικασία απλή: πολλά τραπέζια με πρωινό, όπου όλοι βοηθούν στο σερβίρισμα,
εισαγωγή, προσευχή και συζήτηση. Έπειτα καθίσαμε έχοντας ως θέα μία σκηνή, όπου
ό, τι εκτυλίχθηκε έπειτα αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι ήταν άσχημο ή φαντασμαγορικό. Ήταν απλά διαφορετικό.
Βρισκόμουν σε μία εκκλησία Βαπτιστών, μία αυστηρή μορφή του Χριστιανισμού. Οι Βαπτιστές θεωρούν πως εάν δεν πιστεύεις στο Χριστό θα καείς στην κόλαση μαζί με
τους υπόλοιπους αμαρτωλούς. Είναι αυστηροί και διδάσκουν τη θρησκεία με τρόπο
επιβολής. Οι οικογένειες που συμμετέχουν είναι όλες με αυστηρή πατριαρχική δομή
και η πίστη είναι το βασικό στοιχείο της ύπαρξής τους. Βοηθούν ο ένας τον άλλον
και πιστεύουν στην αυτονομία του ποιμνίου τους.
Παρόλες τις διάχυτες σκέψεις μου, η διαδικασία με την
οποία γιορτάζουν το Πάσχα, αλλά και κάθε Κυριακή, είναι μοναδική και ιδιαίτερα
διασκεδαστική. Ζωντανή μουσική, λόγια και προσευχές τραγουδώντας και
χορεύοντας, όλα ελεγμένα από τον ‘αρχηγό’ του ποιμνίου, τον επικεφαλή παπά. Άνθρωποι
φιλικοί, εξυπηρετικοί, ανοιχτοί στους νέους επισκέπτες, μα τόσο κλειστοί σε
θέματα της κοινωνίας (ομοφυλοφιλία, παιδί εκτός γάμου, ελευθερία της επιλογής).
Ζουν και αναπνέουν μέσω της Βίβλου και των κανόνων που χιλιάδες χρόνια πριν, άνθρωποι
μιας διαφορετικής εποχής, έχουν θέσει για αυτούς σήμερα.
Για τους ίδιους ο Καθολικισμός είναι πολύ «ριζοσπαστικός»
και ο Χριστός, ο απόλυτος κύριος της ύπαρξής τους. Η αλήθεια είναι πως
βλέποντας τους πόσο το ευχαριστιούνται και πόση πραγματική δύναμη εισπράττουν
από αυτό, εγώ δε μπορώ παρά να τους δεχτώ και – γιατί όχι – να τους θαυμάσω για
αυτό που προβάλλουν. Παρόλο το συντηρητισμό που τους χαρακτηρίζει και όσο και
αν διαφωνώ κάθετα με όσα πρεσβεύουν, δεν μπορώ παρά να δεχθώ τη δύναμη της θρησκείας
τους. Γιατί το διαφορετικό δεν είναι
πάντα κακό.
Η ημέρα ορκωμοσίας ομολογουμένως είναι
ιδιαίτερη ημέρα για όλους, είτε είναι για Bachelorή Master, είτε είναι για οποιοδήποτε
πτυχίο. Οποιαδήποτε ακαδημαϊκή επιτυχία λοιπόν, πρέπει να γιορτάζεται με την
πρέπουσα λαχτάρα. Έτσι και όσοι από εμάς ήδη έχουν νιώσει αυτή τη χαρά με τον
έναν ή τον άλλον τρόπο, γνωρίζουν τη γλυκιά αυτή γεύση που σου αφήνει στο στόμα
η ημέρα της ορκωμοσίας.
Εκτός από την τελετή, που για
τους φοιτητές στη Θεσσαλονίκη και το Αριστοτέλειο συγκεκριμένα είναι – εκτός
από catwalk– περιτριγυρισμένη από μία δόση γκλαμουριάς μα και
υπερηφάνειας. Γονείς, φίλοι, παλιόφιλοι, συμφοιτητές και μη είναι εκεί για να
σε καμαρώσουν να λες τον περιβόητο όρκο! Και φυσικά το όλο στήσιμο της τελετής
στην αιώνια αίθουσα είναι κάτι που δεν ξεχνάς εύκολα. Και όμως σε άλλες πόλεις
του κόσμου δεν είναι έτσι. Εδώ στη Leeuwardenγια παράδειγμα, διαφέρει εκ
των πραγμάτων. Με ένα εκπαιδευτικό σύστημα τελείως διαφορετικό, με το Βachelorνα
έχει άλλη δομή και το Μasterνα αποτελεί το σημαντικότερο των πτυχίων, η τελετή
ορκωμοσίας δεν είναι σίγουρα αυτό που ζούμε στην Ελλάδα.
Στο NHLHogeschool, όπου είχαμε την
τιμή να παρακολουθήσουμε την τελετή ορκωμοσίας Bachelor, κάτι άλλο έχει περισσότερη
σημασία από την εμφάνιση ή το πόσους φίλους θα καλέσεις και έπειτα θα κεράσεις.
Αυτά που θα πει για σένα ο καθηγητής. Ναι καλά καταλάβατε. Ανάλογα με το πώς
έκανες την πτυχιακή σου – μόνος ή με ομάδα – καλούν το όνομά σου, σε μία
τραγικά ασφυκτική και μικρή αίθουσα, και ο υπεύθυνος καθηγητής σου λέει λίγα
λόγια για σένα και την ομάδα σου. Πολύ προσωπική διαδικασία θα αναλογιστείτε. Και
όμως δεν είναι αυτό που φαίνεται. Οι περισσότεροι φοιτητές δεν έχουν σε μεγάλη
εκτίμηση τη διαδικασία αυτή και δεν ανυπομονούν καθόλου όταν θα ανέβουν στην
μικρή «εξέδρα» να ακούσουν τον καθηγητή τους. Και στην τελική η πλειοψηφία των
ομιλιών είναι μικρές και διόλου προσωπικές, είναι κάτι σαν παρουσίαση της πανεπιστημιακής
και επαγγελματικής πορείας του φοιτητή, και το συναίσθημα είναι απλά απόν.
Παρόλα αυτά και υπογραφές
πέφτουν, σε πολύ περιποιημένα τυπωμένα πτυχία φυσικά και χειροκροτήματα
ακούγονται. Ο γνωστός ελληνικός πανικός βεβαίως με τους επαγγελματίες
φωτογράφους ούτε για δείγμα. Μόνο μία υπήρχε και αυτή έβγαζε από μακριά. Και φυσικά
ούτε όρκος. Δε χρειάζονται αυτά, είναι περιττά, ανούσια, όπως το να «στολιστείς»
ή να καλέσεις πολλούς και αγαπημένους φίλους. Εδώ η τελετή είναι τυπική και
καθόλου υποχρεωτική – πες το αυτό στη γραμματέα της σχολής μου και αν δε φας
βρίσιμο είσαι τυχερός.
Βέβαια στην είσοδο του
πανεπιστημίου πριν και μετά την τελετή, υπήρχε ολόκληρος μπουφές με καφέδες,
αναψυκτικά, ποτά και σνακς, προκειμένου να ευχαριστηθείς με κάποιο τρόπο την
γενικώς βαρετή – αλλά για μένα το ίδιο σημαντική – ολλανδική ορκωμοσία. Για πολλούς
δεν έχει και τόση σημασία πια το γεγονός το ίδιο, παρά το μετά. Η επαγγελματική
πορεία του φοιτητή και πως θα αξιοποιήσει όσα έμαθε τόσα χρόνια σε μία δουλειά
που να αγαπά και να του προσφέρει αυτά που χρειάζεται, που εκτός από το
χρηματικό παίζει ρόλο και η προσωπική ικανοποίηση, να δουλειές σε κάτι που
αγαπάς αληθινά!
ΥΓ: Αφιερωμένο σε όσους πήραν ή
θα πάρουν κάποιο πτυχίο. Καμία συγκίνηση δε συγκρίνεται με αυτή της ορκωμοσίας,
όπως και να τη ζήσει κανείς. Καλή σταδιοδρομία!
Είναι συναρπαστικό να
αντιλαμβάνεσαι ότι κράτη που βρίσκονται τόσο κοντά σου, είναι στην ουσία τόσο
διαφορετικά από το δικό σου, ή έστω από αυτό που είσαι τώρα. Γιατί οι
αποστάσεις τελικά δεν είναι τίποτα μπροστά στην ουσία της διαφορετικότητας και της
μοναδικότητας που μπορείς να βρεις στον κόσμο τούτο.
Κράτα με γερά
Μία ημέρα του Ιούλη είχα την
ευκαιρία να κάνω ένα μικρό ταξίδι (όπως προστάζει και ο τίτλος του ίδιου του
μπλογκ), στο κοντινό Βέλγιο, να εδώ δίπλα στην συννεφιασμένη, μα τόσο
μελαγχολικά όμορφη Ολλανδία. Κάπου εκεί στα μισά του δρόμου, όταν είχαμε
περάσει κιόλας τα σύνορα - χωρίς κανείς να μας ελέγξει – με τη μία έβλεπες τη
διαφορετική αρχιτεκτονική, τους λίγο πιο ‘ανώμαλους’ δρόμους, τις γαλλικές
πινακίδες και φυσικά τον καθαρό ουρανό. Λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Ολλανδία
και όμως ένιωσα έναν ανανεωτικό, χαλαρωτικό ίσως – διότι επρόκειτο για διακοπές,
μην το ξεχνάμε – αέρα.
Ανάμεσα σε πράσινους λοφίσκους,
φρεσκοβρεμμένες λεβάντες και βοσκοτόπια είχα τη χαρά να βρεθώ, έπειτα από τρεις
ώρες ταξιδίου. Το δροσερό αεράκι συνόδευε τις ηλιόλουστες ανοιξιάτικες ημέρες
στο επαρχιακό αυτό μέρος του Βελγίου. Μεταξύ ανανεωτικών ύπνων και σπιτικών
φαγητών, ώρες ρεμβάσματος στο μπαλκόνι και χαλαρωτικών στιγμών κυλούσαν οι
μέρες. Σε έναν τόπο όπου τίποτε δε σου αποσπούσε την προσοχή, ούτε ίντερνετ,
ούτε τηλεόραση, ούτε κινητά. Όλα ανήκαν σε έναν άλλο μακρινό και αγχώδες κόσμο.
Και εγώ μακριά του κατάφερα να επουλώσω κάτι στρεσαρισμένες πληγές που είχα
μαζεμένες από το χειμώνα. Κανένα φάρμακο και κανένα αναλγητικό δε συγκρίνεται
με την ησυχία που κρύβεται στην φύση, που μαγικά και εκστατικά σχεδόν σε
ανανεώνει χωρίς καν να προσπαθεί.
Λίγα χιλιόμετρα περπατήματος μέσα
στο δάσος ήταν αρκετά για να νιώσω την γαλήνη που αισθάνεσαι όταν η ψυχή σου ‘αγγίζει’
έστω και για λίγη ώρα την τελειότητα της φύσης. Καθαρός αέρας, στριφογυριστά
δρομάκια και ένα χέρι να μου κρατά την πνοή, λες και αν με αφήσει θα σταματήσω
να αναπνέω. Είναι πολλά αυτά που θα θυμάμαι. Στιγμές αποτυπωμένες σε ψηφιακά
κάδρα, μουσικές σαν αυτές που μύρισα περπατώντας, ψιθυριστές αναμνήσεις να συντροφεύουν
το δύσκολο χειμώνα που έρχεται και κάτι από το επαρχιακό Βέλγιο που είμαι σίγουρη
ότι θα ξανάρθει.
Λίγες ημέρες, πολλές σκέψεις. Λίγα λεπτά, πολλά
συναισθήματα. Και όμως κάπου εκεί στο βάθος όλα αυτά προϋπήρχαν. Σαν να ήξερε
το σώμα και η ψυχή τι της έμελλε να ζήσει. Σαν να αισθανόταν προ πολλού τα
μελλούμενα.
Και όμως τίποτε δεν ήξερε, και ούτε θα μάθει, το νιώθω. Χαμένη
στη μετάφραση και αυτή, προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι γίνεται. Μόνο χρώματα
γαλάζια και πράσινα βλέπει. Κάτι όμορφες σκεπές και πολλές πολλές ρόδες να
γυρνούν ασταμάτητα. «Σαν όνειρο να μοιάζει» της λέω. Μα αυτή αλλοπαρμένη από τη
ροή των χρωμάτων δε μου απαντά. Μόνο μία περίσσια χαρά έβλεπες στο πρόσωπό της,
σαν τα μικρά παιδιά όταν τους δίνεις παγωτό.
«Έτσι ανέμελη και νέα να μείνεις» της λέω χαμηλόφωνα. «Μην
αλλάξεις ποτέ και για κανέναν». Γυρίζει με κοιτά έτσι χαμογελαστή και ευδιάθετη
που ήταν και απλά ξεστομίζει «Απλά κοίτα και ζήσε». Δεν περίμενα τέτοια
απάντηση ομολογώ. Τόσο ειλικρινής και σωστή, τόσο αληθινή. Η πολύ σκέψη και ο συλλογισμός
σε τρελαίνουν, ανείπωτος και ο ψυχολογικός κόπος των περιπλανήσεων. Τόσα χρόνια
παλεύεις να σωθείς από το ακούραστο μυαλό σου και καταταλαιπωρείσαι αδίκως. Και
τώρα είναι η ευκαιρία που πάντα αναζητούσες. Ηρεμία και γαλήνη. Η ‘στεριά’ που
πάντα έψαχνες να αράξεις. Με τα χρώματα και τη μουντάδα που ποθείς, με τις μυρωδιές
και τις γεύσεις που σου αρμόζουν. Όλα πακεταρισμένα περίτεχνα με αγάπη και
στοργή για σένα μονάχα.
Τι και αν αλλάξεις, τι και αν μεγαλώσεις; Η ζωή είναι ένα
αέναο ταξίδι. Και εσύ σαν καπετάνιος της δικής σου ζωής, πάντα θα ανακαλύπτεις νέους
προορισμούς και λιμάνια. Η στεριά σου όμως θα είναι πάντα μία. Και η ψυχή σου πάντα
θα χαμογελά συνεσταλμένα σαν ένα μικρό παιδί που απολαμβάνει κάθε στιγμή και
λεπτό. Ακόμη και όταν εσύ δεν βλέπεις τα ψήγματα ευτυχίας που κρύβονται παντού,
η ψυχή σου θα είναι εκεί να στο υπενθυμίζει τσιγκλώντας σε νοερά και ανέμελα.
Αν κάτσω να μετρήσω τις πανέμορφες παραθαλάσσιες πόλεις της χώρας αυτής δε θα τελειώσω ποτέ. Άκουγα και άκουγα για την πόλη του Βόλου αλλά ποτέ δε σκέφτηκα να την επισκεφτώ. Ώσπου μια μέρα πριν από πολλά χρόνια γνώρισα δύο καταπληκτικές προσωπικότητες από την πόλη αυτή. Δύο κορίτσια ευαίσθητα μα με τσαγανό. Δυο Βολιώτισσες.
Τα χρόνια πέρασαν και ήρθαμε πιο κοντά. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ έχοντας έρθει από μία μικρή πόλη ήμουν διστακτική με τους ανθρώπους. Μετά όμως αντιλήφθηκα την αξία της αληθινής φιλίας, αυτής που πρέπει να δοκιμαστεί για να αξιολογηθεί και να τη ζήσεις για να την κρίνεις. Δε ξεκίνησα να γράφω όμως για τη φιλία. Έγραφα για μία πόλη της Θεσσαλίας από όσο θυμάμαι. Την πόλη αυτή που είχα τη χαρά να επισκεφτώ πρόσφατα. Το Βόλο.
Νομίζω, και αυτό αφορά κάθε πόλη, ότι αν δεν την περπατήσεις με κάποιον ντόπιο δε θα νιώσεις τη μαγεία της, όσο μικρή και άσχημη και αν είναι (βλ. η Κοζάνη μας). Έτσι έκανα και εγώ λοιπόν για τέσσερις ολόκληρες μέρες στον αγαπημένο Βόλο. Απόλαυσα μία από τις πιο όμορφες πόλεις της Ελλάδας. Με τα βουνά και τα απόκρημνα χωριά της και τις αμέτρητες καθαρές παραλίες της. Με μια παρέα που έχουμε περάσει πολλά και που ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τις επισκεφτώ. Δεν το μετάνιωσα όμως.
Ανακαλύπτοντας έστω και τα βασικά τουριστικά σημεία της πόλης και του Πηλίου ένιωσα ότι η πόλη αυτή κρύβει πολλά όμορφα σημεία, απάτητα και μοναδικά. Ομορφιές ανείπωτες και στενά με ιστορία. Βέβαια όπως με πληροφόρησαν πολλοί έχουν ανακαλύψει την μοναδικότητα αυτής της πόλης με αποτέλεσμα να έχουν χτιστεί πολυτελή σπίτια στο βουνό. Προσωπικότητες προερχόμενες από όλους τους επαγγελματικούς χώρους ακόμη και από άλλες χώρες (βλ. RogerWatersτων PinkFloyd).
Και έτσι πέρασαν οι λίγες αυτές μέρες ξέγνοιαστα με ήλιο και θάλασσα, πολλούς καφέδες και τρελό γέλιο. Μέρες που θα’ θελα να ξαναζήσω, να είμαστε έτσι ανέμελες χωρίς υποχρεώσεις. Να περνάμε ωραία και να μη σκεφτόμαστε τίποτε.
Προερχόμενη από μία πόλη ορεινή καταλαβαίνω την αξία της θάλασσας και πως είναι να τη βλέπεις μόνο κάθε καλοκαίρι για 5 μέρες και αν. Κάποιοι μου λένε δε θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να ξέρω ότι η θάλασσα είναι κάπου κοντά και εγώ αναρωτιέμαι, άραγε εγώ θα μπορούσα να ζήσω με τη θάλασσα; Προς το παρόν ναι, αλλά δε λέω μεγάλες κουβέντες. Για όλους μας η πόλη στην οποία γεννηθήκαμε δε μας αρέσει, ακόμη και αν είναι η πιο όμορφη του κόσμου. Πάντα βρίσκουμε κάτι να κατακρίνουμε και πάντα θα έχουμε κακές αναμνήσεις από χρόνια εφηβικά. Όμως δεν παύει να είναι ο χώρος όπου γεννηθήκαμε και που κάποτε φαινόταν άπειρος και τεράστιος και ας είναι ένα μικρό χωριό. Και που εκεί θα είναι πάντα κάποιος να μας θυμίζει πως εκεί όπου μεγαλώσαμε θα είναι το μέρος που θα μας λείπει περισσότερο στον κόσμο, ακόμη και αν αυτό δεν υπάρχει πλέον.
ØΟι άνθρωποι φορούν τα μαγιό τους και κάνουν ηλιοθεραπεία στα πάρκα.
ØΤα ασυνήθιστα ζωάκια ονόματι possum, είναι ικανά να σε κατουρήσουν όταν είναι σκαρφαλωμένα στα δέντρα.
ØΣε κάθε γωνιά της πόλης του Σύδνεϋ μπορείς να βρεις εγκαταλελειμμένα καροτσάκια σούπερ μάρκετ σε όλες τις στάσεις.
ØΟι Αβοριγίνοι (όσοι έχουν μείνει), αντί να κυβερνούν τη χώρα αυτή ζητιανεύουν στους δρόμους της.
ØΟι κοπέλες φορούν ΜΟΝΟ ψηλοκάβαλα παντελόνια και αρβύλες.
ØΑν είσαι κοπέλα και καπνίζεις στο δρόμο, όλοι σε κοιτούν με μισό μάτι.
ØΜια μπύρα στοιχίζει 6$ (4 και κάτι ευρώ), ενώ το εισιτήριο του λεωφορείου 8$.
ØΌταν κυκλοφορείς τη νύχτα (πριν τα μεσάνυχτα) και είσαι γένους αρσενικού, μπορεί να φας μπουνιά από το πουθενά, αφού όλοι οι μεθυσμένοι έχουν αυξημένη επιθετικότητα (μέχρι αηδίας).
ØΟ κόσμος όταν κατεβαίνει από το λεωφορείο λέει «thankyou» στον οδηγό.
ØΈνα πακέτο τσιγάρα στοιχίζει πάνω από 13$ και ο καπνός έως και 35$ (άτιμη κοινωνία).
ØΥπάρχουν άνθρωποι που περπατούν ξυπόλυτοι στους δρόμους(δεν αστειεύομαι).
ØΗ στολή που φορούν οι αστυνομικοί στο Σύδνεϋ είναι πανομοιότυπη με αυτή της ελληνικής αστυνομίας - τρομακτικότατον.
ØΓια να καταλάβεις έναν Ασιάτη όταν μιλάει αγγλικά, θες διερμηνέα (χωρίς παρεξήγηση).
ØΜερικοί άνθρωποι όταν περπατούν στο δρόμο ταυτόχρονα διαβάζουν και βιβλίο χωρίς να χάνουν τον προσανατολισμό τους – δεν έχω καταλάβει ακόμη πως το κάνουν.
ØΟι οδηγοί σταματούν στις διαβάσεις από χιλιόμετρο.
ØΟι ποδηλάτες φορούν κράνος – πάντα.
ØΔεν υπάρχει άνθρωπος σε αυτήν την πόλη που να μην έχει i – phoneκαι το κατάστημα της Appleπάντα γεμάτο.
ØΜια συναυλία στο Σύδνεϋ (ακόμη και για τη Θώδη) στοιχίζει πάνω από 80$.
ØΟι φοιτητές (στο UTS) έχουν από 3 δουλειές (τουλάχιστον) ο καθένας.
ØΔεν υπάρχει ούτε για δείγμα αδέσποτος σκύλος – μόνο possum.
ØΤα νυχτερινά μαγαζιά – club, pub, bar– κλείνουν στις 12 τα μεσάνυχτα (και όλοι είναι ήδη μεθυσμένοι).
ØΔεν υπάρχει Αυστραλέζικο παραδοσιακό φαγητό. Μόνο Ασιατικά όλων των ειδών – ταϊλανδέζο, κινέζικο, γιαπωνέζικο, βιετναμέζικο.
ØΥπάρχει ένα μαγαζί – σήμα κατατεθέν της πόλης – ονόματι MAXBRENNER, το οποίο είναι ο παράδεισος της σοκολάτας.
ØΤα φανάρια για τους περαστικούς όταν ανάβουν βγάζουν έναν ιδιαίτερο και αστείο ήχο (για τους τυφλούς).
ØΟι καθηγητές στο πανεπιστήμιο σε γλείφουν, όχι εσύ αυτούς. Και σε παρακαλούν να σε βοηθήσουν.
ØΣτη σχολή δημοσιογραφίας δεν έχουν ποτέ περίοδο εξεταστικής – που σημαίνει μαθήματα δημοσιογραφικά και όχι παπαριές (βλ. Παπανικολάου).
ØΣτα τοπικά παζάρια μπορείς να βρεις τα καλύτερα ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ – και όχι κάλτσες για τον πατέρα και τη γιαγιά.
ØΥπάρχουν καταστήματα ρούχων με μεταχειρισμένα ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ (έως και 10 ετών) τα οποία αγγίζουν τις τιμές των Dior, Chanelκλπ. – θεωρούνται πολύ “in” παρόλο που βρωμάνε.
ØΟι Νεοζηλανδοί για τους Αυστραλούς, είναι ότι για εμάς οι Πόντιοι και οι ξανθές μαζί.
ØΔεν υπάρχουν μάρκες όπως Zara, Pull & Bear, Bershka, H & M κλπ. ΟύτεAccessorize ούτεBody Shop.
ØΤα McDonaldsτρώγονται και είναι και νόστιμα.
ØΟ φραπές (frappe) είναι στην ουσία milkshakeφρούτων – Η απογοήτευση.
ØΗ λέξη “moist” είναι απαγορευμένη.
ØΗ πιο κοντινή μεγάλη πόλη στο Σύδνεϋ είναι δύο ώρες, με το αεροπλάνο.
ØΤα καγκουρό στην Αυστραλία είναι όπως τα αδέσποτα στην Ελλάδα, παντού. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: στους επαρχιακούς δρόμους της Ελλάδας υπάρχουν πινακίδες προσοχής για αγελάδες, κατσίκες κλπ. εδώ έχουν με καγκουρό.
ØΣτους δρόμους του Σύδνεϋ υπάρχουν αμέτρητα αποτσίγαρα.
ØΚάθε σπίτι έχει το δικό του κάδο ανακύκλωσης.
ØΗ πλειοψηφία των Αυστραλών δεν ξέρουν την Κύπρο – αίσχος.
ØΟι άνθρωποι – κυρίως οι φοιτητές - γλεντούν μέχρι πρωίας μόνο τις Τετάρτες – ακόμη δεν κατάλαβα γιατί.
ØΗ δεκαετία του 90 – όσον αφορά τις στιλιστικές επιλογές των νέων – ζωντανεύει στους δρόμους της πόλης.
Τι κάνουν οι άνθρωποι την Κυριακή στην Ελλάδα; Οι μισοί κοιμούνται, γιατί ξενύχτησαν την προηγούμενη και οι άλλοι μισοί πάνε βόλτα ή για καφέ. Στην Αυστραλία ο κόσμος γεμίζει τους δρόμους, πάει για ψώνια – ναι είναι ανοιχτά τα μαγαζιά, ο κόσμος δουλεύει εδώ τις Κυριακές -και η πλειοψηφία απολαμβάνει μία βόλτα στο DarlingHarbor με θέα την Όπερα, επισκέπτεται τα πραγματικά άπειρα πάρκα, χαλαρώνει ή απλά κάνει joggingεπάνω στη γέφυρα (HarborBridge).
Στην πατρίδα πού λόγος για τρέξιμο; Όλοι σε κοιτούν στο δρόμο λες και είσαι καθυστερημένο. Εδώ είναι μία απολύτως φυσιολογική καθημερινή ασχολία των ανθρώπων, και με αυτόν τον τρόπο διατηρούν και τη σιλουέτα τους σε φυσιολογικά επίπεδα. Ευτυχώς για εμάς υπάρχει και ένα ποδόσφαιρο βρε αδερφέ και κάτι κάνουμε! Κατά τ’ άλλα είμαστε καφές, τσιγάρο και φαί. Δεν παραπονιέμαι, προς Θεού, και εγώ έτσι είμαι, αλλά εάν δεν κάνεις ένα βήμα παρά έξω να δεις πώς ζουν και οι άλλοι πολιτισμοί, θα νομίζεις μια ζωή πως εσύ κάνεις το σωστό. Δε λέω ότι οι Αυστραλοί είναι σωστοί σε όλα και ούτε να πηγαίνουμε στα πάρκα (αν υπήρχαν) κάθε Κυριακή και να περπατάμε, παρά να καθόμαστε και να ξημεροβραδιαζόμαστε στις καφετέριες, απλά επισημαίνω μέσα από την καθημερινή μου τριβή με αυτή τη χώρα κάποιες κακές μας συνήθειες.
Και ναι εδώ η τιμή ενός πακέτου με τσιγάρα έχει φτάσει στα ύψη το τελευταίο εξάμηνο, σχεδόν διπλασιάστηκε. Ναι μεν με δυσαρέστησε η κατάσταση αυτή ως καπνίστρια, αλλά ίσως είναι ώρα για αλλαγές. Εδώ δεν έχει ατάκες του στυλ «αχ, θέλω να καπνίσω ένα τσιγάρο μέσα στην καφετέρια! Τί πράγματα είναι αυτά;» και «εγώ δεν πρόκειται να κόψω το κάπνισμα επειδή θα απαγορευτεί, οι Έλληνες δε θα το δεχτούν αυτό». Θα το δεχτούν και θα το παραδεχτούν μάλιστα. Πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε ό, τι θέλουμε, πρέπει να σεβόμαστε και τις επιθυμίες των άλλων. Ναι στην Ελλάδα οι καπνιστές είναι αρκετοί, αλλά και αυτοί που δεν καπνίζουν τι φταίνε; (πού’ σαι μάνα;) Δύσκολα κάτι τέτοιο να το έλεγα πριν δύο μήνες, και να που όλα και όλοι αλλάζουν σε αυτή τη ζωή! Γι’ αυτό λοιπόν κόψτε το κάπνισμα πριν είναι πολύ αργά! Εγώ προσπαθώ πάντως.
Η χθεσινή ημέρα προμηνυόταν να είναι ιδιαιτέρως βαρετή και μετά από 6 ώρες μαθήματος για την ηθική των δημοσιογράφων και τη νομοθεσία που αφορά την Αυστραλία για το εν λόγω θέμα, δεν είχα και πολλά σχέδια, παρά να χαλαρώσω από την ένταση της ημέρας και να ακούσω λίγη μουσική (την τελευταία μου ανακάλυψη: FrankSinatra). Να όμως που όπως έχω προαναφέρει, λατρεύω την ανατροπή της κάθε ημέρας σε αυτή τη χώρα! Και να που μου βγήκαν σε καλό τα 395 $ την εβδομάδα (βλ. SanctaSophiaCollege).
Καθώς λοιπόν γυρνούσα από τη σχολή, μέσα στα νεύρα, αλλά ιδιαιτέρως ευχαριστημένη από τις γνώσεις που αποκόμισα για την ηθική και τις αξίες που πρέπει να ακολουθεί ένας δημοσιογράφος (!), μία κοπέλα από το κολλέγιο μου πρότεινε να πάω μαζί της (μαζί με άλλες δύο κοπέλες) σε ένα πάρτι στο πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ. Χωρίς βέβαια να το σκεφτώ απάντησα ναι! Αντιλήφθηκα ότι ναι, χρειαζόμουν λίγο να «ξεσκάσω». Τόσες μέρες εδώ και δεν έχω ακόμη ανακαλύψει την νυχτερινή ζωή της πόλης; Ένιωσα ντροπή (!) και έτσι αποφάσισα να δώσω λίγο νόημα στις νύχτες μου. Η παρέα: μία ιταλίδα, μία ελληνίδα, μία πακιστανή και μία γερμανίδα (!).
Η πρώτη εντύπωση ήταν κάπως απογοητευτική. Βασικά είχα στο μυαλό μου ότι θα είναι όλοι σε κατάσταση μέθης και ότι η μουσική δε θα είναι της προτίμησής μου. Για το δεύτερο είχα δίκιο, μετά από κάμποση ώρα είχα τρομερό πονοκέφαλο και παρόλο που προσπάθησα να πείσω τον Djνα αλλάξει λίγο ρεπερτόριο (του ζήτησα DelynoParty :D) και να βάλει κάτι πιο κοντά στα κυβικά μου, απέτυχα παταγωδώς.
Βέβαια καλή διάθεση από μέρους μας υπήρχε και ομολογώ ότι η πλειοψηφία των Αυστραλών ξέρουν να περνούν καλά, όταν δε μεθούν βέβαια. Χορέψαμε μέχρι τελικής πτώσης και τα ποτά ευτυχώς ήταν ιδιαιτέρως καθαρά. Χαρακτηριστικά της όλης εμπειρίας ο coordinatorDJστα decksπου φώναζε συνέχεια για να ξεσηκώσει (υποτίθεται) το πλήθος, καθώς και οι ιδιαιτέρως φιλικοί Αυστραλοί (δηλαδή πέσιμο). Αυτό που μου έκανε σίγουρα εντύπωση και θα μου μείνει είναι ότι σε τέτοιου είδους πάρτι μπορείς να συναντήσεις όλων των ειδών τους ανθρώπους, κορίτσια και αγόρια που είτε ήρθαν για να περάσουν καλά με την παρέα τους, είτε να βρουν σύντροφο της μιας βραδιάς, είτε για να χορέψουν και να πιουν μέχρι το τέλος και είτε απλά για να ανακαλύψουν τη νυχτερινή φοιτητική ζωή, όπως κάναμε εμείς.
Το αστείο στιγμιότυπο της βραδιάς: ο ήχος του αιωνόβιου παιχνιδιού tetrisσε clubmix (!) και η αλήθεια είναι ότι όλοι με το που το άκουσαν τρελάθηκαν και μετανιώνω πραγματικά που δεν το ηχογράφησα. Ελπίζω την επόμενη φορά που θα το ακούσω να είμαι πιο τυχερή και η φωτογραφική μου να μην έχει μείνει από μπαταρία.
Το συμπέρασμα; Αν έχεις καλή παρέα παντού περνάς καλά (γενικό συμπέρασμα) και ότι οι Αυστραλοί όταν δεν πίνουν - αποτέλεσμα του οποίου: να πέφτουν πάνω σου και εσύ να προσπαθείς να αποφύγεις πάση θυσία το ποτό που ταλαντεύεται στο χέρι τους – είναι φοβεροί, με καλή διάθεση, κοινωνικότητα και όρεξη για πολύ χορό.