Καλησπέρα εαυτέ μου. Ελπίζω
να μην σε απασχολήσω πολύ και απόψε. Θα είμαι ειλικρινείς μαζί σου. Έχεις
βουτηχτεί στο βούρκο που λέγετε ‘κρίση’ και δεν λες να κάνεις κάτι για αυτό. Ένα
βούρκο γεμάτο ενοχλητικά έντομα. Ψάχνεις, ψάχνεις για κάτι να πιαστείς, ή έστω
κάτι που θα σε βοηθήσει να ξελασπώσεις, και δεν μπορείς να βρεις τίποτε. Τι
φταίει; Τι έγινε; Έχασες το τραίνο που έπρεπε να πάρεις; Ή απλά δεν υπάρχει καν
τραίνο για να πάρεις; Όλοι σου μιλούν σαν να μη συμβαίνει τίποτε, και εσύ απλά
τους κοιτάς. Με απορία, με φόβο, ανασφάλεια, αγανάκτηση.
Όλα σου φταίνε και σε όλα
φταις. Σαν να σε μισούν τα πάντα γύρω σου, ακόμη και ο αέρας που αναπνέεις. Και
βήχεις, ξεροβήχεις να απαλλαχτείς από αυτό που έχει κολλήσει στο λαιμό σου από
το βάλτο, αλλά δε λέει να βγει. Σα να κόλλησε ένα φτερωτό έντομο εκεί και να
ζουζουνίζει ανενόχλητο, εμποδίζοντάς σε να αναπνεύσεις καθαρό και φρέσκο αέρα.
‘Αφήστε με ήσυχη’, ουρλιάζεις. Μα κραυγή δε βγαίνει. Κοιτάζεσαι σε έναν
πρόχειρο καθρέφτη που βρήκες στη τζαμαρία ενός μαγαζιού και το βλέπεις. Το
έντομο έχει εξαπλώσει τη μόλυνσή του και στο λαιμό σου, έχεις πρηστεί σε όλο
σου το πρόσωπο και απεγνωσμένη όπως είσαι, προσπαθείς να κρυφτείς από τα μάτια
του κόσμου. Έχει φτάσει μέχρι το μυαλό σου, δηλητηριάζοντας ό, τι πιο όμορφο και
αγνό υπάρχει εκεί.
Και τρέχεις, τρέχεις να
σωθείς. Κάποιος σε ακολουθεί, φωνάζοντας τρελαμένος ‘Είναι μολυσμένη, είναι
μολυσμένη από την κρίση’. Δεν είχε δει όμως τον εαυτό του καταπρησμένο από το
ίδιο έντομο. Εξοργισμένος μαζί σου που τον κόλλησες, αρχίζει να σε κυνηγά.
Κάποιος όμως τον σταματά λέγοντας του ‘Είστε στον ίδιο βούρκο, δε φταίει αυτή. Ανέπνευσε
από τη μύτη, είμαι εγώ εδώ, θα σε βοηθήσω’. ‘Ποιος είσαι εσύ;’, ρωτά έντρομος ο
άνθρωπος. ‘Είμαι φίλος, ξέρω τι κάνω’. Ο Άγνωστος έρχεται προς το μέρος σου και
σας φέρνει κοντά. Ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι ο άνθρωπος που σου φώναζε προ
λίγου εξοργισμένος είναι φίλος σου. ‘Αγκαλιαστείτε’, λέει ο Άγνωστος. Δεν προλαβαίνεις
να το σκεφτείς και ο φίλος σου πέφτει πάνω σου με λυγμούς. ‘Συγγνώμη’, ψελλίζει
ντροπιασμένος. Και εσύ σαστισμένη από όλα αυτά που συμβαίνουν, το
συνειδητοποιείς. Αναπνέεις κανονικά. Δεν υπάρχει πια έντομο στο λαιμό σου, ούτε
μόλυνση στο μυαλό σου. Σαν να έφυγαν όλα με μια αγκαλιά. Και τότε κατάλαβες.
Μια αγκαλιά, μία λέξη, μία
Παρότρυνση είναι αυτά που χρειάζεσαι. Ένας φίλος, ένας έρωτας, ένας δικός σου
άνθρωπος και μία σταλιά ελπίδας ότι υπάρχει θεραπεία για την ‘αρρώστια’ της
κρίσης, αρκούν. Και κοιτιέσαι ξανά στην τζαμαρία και χαμογελάς, γιατί ξέρεις
ότι δεν είσαι μόνη στον δρόμο τούτο. Και πολλά έντομα είναι έτοιμα να σε
κατασπαράξουν, ξανά και ξανά, αλλά εσύ είσαι προετοιμασμένη. Κανείς δε μπορεί να σε αγγίξει πια.
“You spend every day, shining
your light my way”
No comments:
Post a Comment